-
1 κυνικός
A dog-like, X.Cyr.5.2.17 (v.l. for ὑϊκόν); τὸ κ. καὶ θηριῶδες τῶν ὀρέξεων Plu.2.133b
; κ. σπασμός unilateral facial paralysis, Cels.4.3.1, Gal.18(2).930; κ. καύματα heat of the dogdays, Polyaen.2.30.3: metaph., ὁ ἄνθρωπος κ. currish, churlish, LXX 1 Ki.25.3. Adv. -κῶς, σπώμενοι Heliod.
ap. Orib.48.38 tit.; in doglanguage, opp. βοϊκῶς, etc., Porph.Abst.3.3.II Κυνικός, ὁ, Cynic, as the followers of the philosopher Antisthenes were called, from the gymnasium ([etym.] Κυνόσαργες) where he taught, D.L.6.13; or from their resemblance to dogs in several respects, Diog.Cyn. ap. eund.6.60, Metrod.16, Polystr.p.20 W., Elias in Cat.111.2, etc.;Κράτητι τῷ κ. Men.117
; κ. αἵρεσις, ἄσκησις, φιλοσοφία, Ph.1.352, J.AJ6.13.6, Jul.Or.6.187a;παρρησία κ. Plu.2.69c
;τὸ κ. τῆς παρρησίας Id.Brut. 34
. Adv. [comp] Comp. - ώτερον Id.2.601e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυνικός
-
2 κυνικός
κυνικόςdog-like: masc nom sg -
3 κυνικός
cynicalΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κυνικός
-
4 κυνικός,-ή,-όνA 0-1-0-0-0=1[/*] 1 Sm 25,3
Cf. GRILLET 1997 369 -
5 κυνικά
κυνικόςdog-like: neut nom /voc /acc plκυνικά̱, κυνικόςdog-like: fem nom /voc /acc dualκυνικά̱, κυνικόςdog-like: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 κυνικώτερον
κυνικόςdog-like: adverbial compκυνικόςdog-like: masc acc comp sgκυνικόςdog-like: neut nom /voc /acc comp sg -
7 κυνικόν
κυνικόςdog-like: masc acc sgκυνικόςdog-like: neut nom /voc /acc sg -
8 κυνικαί
κυνικόςdog-like: fem nom /voc pl -
9 κυνικοί
κυνικόςdog-like: masc nom /voc pl -
10 κυνικούς
κυνικόςdog-like: masc acc pl -
11 κυνικέ
κυνικόςdog-like: masc voc sg -
12 κυνική
κυνικόςdog-like: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
13 κυνικήν
κυνικόςdog-like: fem acc sg (attic epic ionic) -
14 κυνικωτέρα
κυνικωτέρᾱ, κυνικόςdog-like: fem nom /voc /acc comp dualκυνικωτέρᾱ, κυνικόςdog-like: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
15 κυνικών
-
16 κυνικῶν
-
17 κυνική
-
18 κυνικῇ
-
19 κυνικής
-
20 κυνικῆς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κυνικός — dog like masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνικός — ή, ό (AM κυνικός, ή, όν) [κύων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε σκύλο ή μοιάζει με σκύλο («τὸ κυνικὸν καὶ θηριῶδες τῶν ὀρέξεων κατέχειν», Πλούτ.) 2. αυτός που προέρχεται από τον αστερισμό τού Κυνός («κυνικά καύματα») 3. αυτός που… … Dictionary of Greek
κυνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σκυλί, ο σκυλίσιος. 2. αυτός που ανήκε στη φιλοσοφική σχολή του σωκρατικού Αντισθένη, που είχε ονομαστεί «κυνική». 3. αναιδής, αισχρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κυνικὸς θάνατος. Παρόσον οἱ κύνες οὐ θαπτονται. — См. Собаке собачья смерть … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κυνικά — κυνικός dog like neut nom/voc/acc pl κυνικά̱ , κυνικός dog like fem nom/voc/acc dual κυνικά̱ , κυνικός dog like fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνικώτερον — κυνικός dog like adverbial comp κυνικός dog like masc acc comp sg κυνικός dog like neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνικῶν — κυνικός dog like fem gen pl κυνικός dog like masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνικόν — κυνικός dog like masc acc sg κυνικός dog like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τέλης — Κυνικός φιλόσοφος του 3ου αι. π.Χ. από τα Μέγαρα. Έγραψε: Περί του μη είναι τέλος ηδονήν, Περί αυτάρκειας, Περί φυγής, Περί πλούτου και αρετής, Περί περιστάσεων κ.ά. Τα αποσπάσματα των έργων του που σώθηκαν, εκδόθηκαν από τον Γερμανό ελληνιστή Ο … Dictionary of Greek
κυνικαῖς — κυνικός dog like fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνικαί — κυνικός dog like fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)