Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κῠμῑνο-πρίστης

См. также в других словарях:

  • λιθοπρίστης — λιθοπρίστης, ὁ (Α) αυτός που πριονίζει λίθους και ιδίως μάρμαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + πρίστης (< πρίω), πρβλ. κυμινο πρίστης] …   Dictionary of Greek

  • συκοπρίστης — ὁ, Α 1. αυτός που κόβει τα σύκα σε κομμάτια και μετά τά παραθέτει για δείπνο 2. (κατ επέκτ.) φιλάργυρος σε μεγάλο βαθμό, πάρα πολύ τσιγκούνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + πρίστης (< πρίω), πρβλ. κυμινο πρίστης] …   Dictionary of Greek

  • κυμινοπρίστης — κυμινοπρίστης, ὁ (Α) 1. αυτός που από φιλαργυρία πριονίζει, τεμαχίζει το κύμινο 2. μτφ. (και ως επίθ.) φιλάργυρος, τσιγγούνης, σπαγγοραμμένος («κυμινοπρίστης ὁ τρόπος ἐστί σου πάλαι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + πρίστης (< πρίω «πριονίζω»)] …   Dictionary of Greek

  • κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος — κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος, ον (Α) (κωμ. λ.) (για τσιγγούνη) αυτός που πριονίζει, που τεμαχίζει το κύμινο και γλύφει τα κάρδαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + πρίστης + κάρδαμον + γλύφος (< γλύφω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»