-
1 κυμινοπριστης
См. также в других словарях:
λιθοπρίστης — λιθοπρίστης, ὁ (Α) αυτός που πριονίζει λίθους και ιδίως μάρμαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + πρίστης (< πρίω), πρβλ. κυμινο πρίστης] … Dictionary of Greek
συκοπρίστης — ὁ, Α 1. αυτός που κόβει τα σύκα σε κομμάτια και μετά τά παραθέτει για δείπνο 2. (κατ επέκτ.) φιλάργυρος σε μεγάλο βαθμό, πάρα πολύ τσιγκούνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + πρίστης (< πρίω), πρβλ. κυμινο πρίστης] … Dictionary of Greek
κυμινοπρίστης — κυμινοπρίστης, ὁ (Α) 1. αυτός που από φιλαργυρία πριονίζει, τεμαχίζει το κύμινο 2. μτφ. (και ως επίθ.) φιλάργυρος, τσιγγούνης, σπαγγοραμμένος («κυμινοπρίστης ὁ τρόπος ἐστί σου πάλαι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + πρίστης (< πρίω «πριονίζω»)] … Dictionary of Greek
κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος — κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος, ον (Α) (κωμ. λ.) (για τσιγγούνη) αυτός που πριονίζει, που τεμαχίζει το κύμινο και γλύφει τα κάρδαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + πρίστης + κάρδαμον + γλύφος (< γλύφω)] … Dictionary of Greek