-
1 κυλίω
A , ([etym.] ἀνα-)κυλῖον Alex.116
:— roll along, γαστέρας αἱμοβόρως ἐκύλιον, of serpents, Theoc.24.18;κυλίουσιν [ἀλλήλους] ἐν τῷ πηλῷ Luc.Anach.6
; λόγοις τοὺς ῥήτορας κ. rolling them over, Com.Adesp.294 codd.: freq. in later Gr., LXX Jo.10.18, al.: metaph.,ἐκ κισσηρεφέος κεφαλῆς εὔϋμνα κυλίων ῥήματα Call.Epigr.
in Berl.Sitzb.1912.548:—[voice] Pass., roll, whirl along, Arist.Cael. 290a25, al.; of bees, grovel, Id.HA 625b5;πρὸς τοῖς ἑαυτοῦ γόνασι κυλιομένην D.H.8.39
; κ. περὶ τὴν ἀγοράν to be always loitering there, Arist.Pol. 1319a29; roll about, in pantomime, Id.Po. 1461b31. -
2 κυλίω
κυλίω (s. prec. entry) 1 aor. ἐκύλισα. Pass.: impf. ἐκυλιόμην; aor. ἐκυλίσθην; fut. 3 sg. κυλισθήσεται LXX (perh. also earlier Gk. [Kühner-Bl. II 453]; Polyb. 26, 10, 16; Hero Alex. I p. 342, 19; LXX; En 18:15; TestJud 6:4; Joseph.)① to move an object by rolling it, roll (up) τί someth. act. λίθον (BGU 1290, 10; 19 [II B.C.]; 1 Km 14:33; Pr 26:27; Jos., Ant. 6, 121 [pass.]; TestJud 6:4) GPt 8:32; Lk 23:53 v.l.② to move on a surface by turning over and over, roll (oneself) pass. in act. sense (Aristot., HA 5, 19, 18; Polyb. 26, 1, 14; Dionys. Hal. 8, 39; Aelian, NA 7, 33; Epict. 4, 11, 29; LXX; En 18:15) of one possessed by a hostile spirit Mk 9:20. Of sinners in the place of punishment ApcPt 15, 30. Of stones: roll (Alex. Aphr., Fat. 36 II 2 p. 208, 24 κυλίεσθαι=roll [of a ball on an inclined plane]; Quint. Smyrn. 2, 384 κυλίνδεσθαι=roll [of a stone]; cp. Zech 9:16; Jos., Ant. 5, 219) ἐκ τῆς ὁδοῦ εἰς τὴν ἀνοδίαν or εἰς τὸ ὕδωρ from the road into the pathless ground or into the water Hv 3, 2, 9; 3, 7, 1; cp. 3; GPt 9:37.—DELG s.v. κυλίνδω. M-M. -
3 κυλίω
κυλί̱ω, κυλίωroll: pres subj act 1st sgκυλί̱ω, κυλίωroll: pres ind act 1st sg -
4 κυλίω
+ V 0-5-4-2-1=12 Jos 10,18; JgsA 7,13; 1 Sm 14,33; 2 Kgs 9,33(bis)(→ἀποκυλίω, ἐγ-, ἐπικυλίω, κατακυλίω,,) -
5 εγκυλίη
ἐγκυλί̱ῃ, ἐν-κυλίωroll: pres subj mp 2nd sgἐγκυλί̱ῃ, ἐν-κυλίωroll: pres ind mp 2nd sgἐγκυλί̱ῃ, ἐν-κυλίωroll: pres subj act 3rd sg -
6 ἐγκυλίῃ
ἐγκυλί̱ῃ, ἐν-κυλίωroll: pres subj mp 2nd sgἐγκυλί̱ῃ, ἐν-κυλίωroll: pres ind mp 2nd sgἐγκυλί̱ῃ, ἐν-κυλίωroll: pres subj act 3rd sg -
7 κυλίεσθε
κυλί̱εσθε, κυλίωroll: pres imperat mp 2nd plκυλί̱εσθε, κυλίωroll: pres ind mp 2nd plκυλί̱εσθε, κυλίωroll: imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) -
8 ανακυλίον
ἀνά-κυλίωroll: pres part act masc voc sgἀνά-κυλίωroll: pres part act neut nom /voc /acc sg -
9 ἀνακυλῖον
ἀνά-κυλίωroll: pres part act masc voc sgἀνά-κυλίωroll: pres part act neut nom /voc /acc sg -
10 ανακυλιομένων
ἀνακυλῑομένων, ἀνά-κυλίωroll: pres part mp fem gen plἀνακυλῑομένων, ἀνά-κυλίωroll: pres part mp masc /neut gen pl -
11 ἀνακυλιομένων
ἀνακυλῑομένων, ἀνά-κυλίωroll: pres part mp fem gen plἀνακυλῑομένων, ἀνά-κυλίωroll: pres part mp masc /neut gen pl -
12 ανακυλίει
ἀνακυλί̱ει, ἀνά-κυλίωroll: pres ind mp 2nd sgἀνακυλί̱ει, ἀνά-κυλίωroll: pres ind act 3rd sg -
13 ἀνακυλίει
ἀνακυλί̱ει, ἀνά-κυλίωroll: pres ind mp 2nd sgἀνακυλί̱ει, ἀνά-κυλίωroll: pres ind act 3rd sg -
14 ανεκύλιον
ἀνεκύλῑον, ἀνά-κυλίωroll: imperf ind act 3rd plἀνεκύλῑον, ἀνά-κυλίωroll: imperf ind act 1st sg -
15 ἀνεκύλιον
ἀνεκύλῑον, ἀνά-κυλίωroll: imperf ind act 3rd plἀνεκύλῑον, ἀνά-κυλίωroll: imperf ind act 1st sg -
16 εγκυλιόμεθα
ἐγκυλῑόμεθα, ἐν-κυλίωroll: pres ind mp 1st plἐγκυλῑόμεθα, ἐν-κυλίωroll: imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) -
17 ἐγκυλιόμεθα
ἐγκυλῑόμεθα, ἐν-κυλίωroll: pres ind mp 1st plἐγκυλῑόμεθα, ἐν-κυλίωroll: imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) -
18 εγκυλιόμενον
ἐγκυλῑόμενον, ἐν-κυλίωroll: pres part mp masc acc sgἐγκυλῑόμενον, ἐν-κυλίωroll: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
19 ἐγκυλιόμενον
ἐγκυλῑόμενον, ἐν-κυλίωroll: pres part mp masc acc sgἐγκυλῑόμενον, ἐν-κυλίωroll: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
20 εγκυλίει
См. также в других словарях:
κυλίω — και κυλώ και κυλάω κύλισα και κύλησα, κυλίστηκα και κυλήθηκα, κυλιόμενος και κυλημένος 1. μετακινώ κάτι πάνω σε μια επιφάνεια με περιστροφή, το κυλάω, το τσουλάω. 2. κάνω κάτι να κυλιστεί προς τα κάτω: Κυλούσαν μεγάλες πέτρες από την κορφή του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυλίω — (AM κυλίω) κινώ κάτι περιστροφικά στο έδαφος, τσουλάω, κυλώ ή κάνω κάτι να κυλήσει, μετακινώ στριφογυρίζοντας («κυλίσατε λίθους ἐπὶ τὸ στόμα τοῡ σπηλαίου», ΠΔ) νεοελλ. 1. (συν. μέσ. ή παθ.) κυλίομαι και κυλιέμαι πέφτω προς τα κάτω κυλώντας 2. φρ … Dictionary of Greek
κυλίω — κυλί̱ω , κυλίω roll pres subj act 1st sg κυλί̱ω , κυλίω roll pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλῖον — κυλίω roll pres part act masc voc sg κυλίω roll pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίεσθε — κυλί̱εσθε , κυλίω roll pres imperat mp 2nd pl κυλί̱εσθε , κυλίω roll pres ind mp 2nd pl κυλί̱εσθε , κυλίω roll imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκυλίῃ — ἐγκυλί̱ῃ , ἐν κυλίω roll pres subj mp 2nd sg ἐγκυλί̱ῃ , ἐν κυλίω roll pres ind mp 2nd sg ἐγκυλί̱ῃ , ἐν κυλίω roll pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλινδώ — ἀλινδῶ ( έω) και ἀλίνδω (Α) Ι ενεργ. κυλίω, κυλώ (το παθ. ἀλινδοῡμαι ή ἀλίνδομαι συνήθ. στη μτχ.) 1. κυλιέμαι στη σκόνη 2. κυλιέμαι ασκούμενος στην παλαίστρα 3. περιφέρομαι, περιπλανιέμαι 4. ξημεροβραδιάζω, συχνάζω κάπου 5. (με μειωτική σημ.)… … Dictionary of Greek
προσκυλίω — Α [κυλίω] 1. κυλίω κάτι προς μία κατεύθυνση («καὶ προσκυλίσας λίθον μέγαν τῇ θύρᾳ τοῡ μνημείου», ΚΔ) 2. παθ. προσκυλίομαι μτφ. (με κακή σημ.) κυλιέμαι μέσα σε κάτι … Dictionary of Greek
συγκυλίω — Α 1. κυλίω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. (κυρίως το μέσ.) συγκυλίομαι α) (σχετικά με χαμερπή απόλαυση) κυλιέμαι μαζί με κάποιον άλλο β) (για αετό) κινούμαι προς τα κάτω με ορμή («συγκυλισθεὶς ἐπὶ τὴν γῆν τὰς τρεφομένας περιστεράς... ἐθήρευεν», Διοδ.) … Dictionary of Greek
εἰσκυλίει — εἰσκυλί̱ει , εἰσ κυλίω roll pres ind mp 2nd sg εἰσκυλί̱ει , εἰσ κυλίω roll pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακυλίουσι — κατακυλί̱ουσι , κατά κυλίω roll pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατακυλί̱ουσι , κατά κυλίω roll pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)