Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κῠλίω

См. также в других словарях:

  • κυλίω — και κυλώ και κυλάω κύλισα και κύλησα, κυλίστηκα και κυλήθηκα, κυλιόμενος και κυλημένος 1. μετακινώ κάτι πάνω σε μια επιφάνεια με περιστροφή, το κυλάω, το τσουλάω. 2. κάνω κάτι να κυλιστεί προς τα κάτω: Κυλούσαν μεγάλες πέτρες από την κορφή του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυλίω — (AM κυλίω) κινώ κάτι περιστροφικά στο έδαφος, τσουλάω, κυλώ ή κάνω κάτι να κυλήσει, μετακινώ στριφογυρίζοντας («κυλίσατε λίθους ἐπὶ τὸ στόμα τοῡ σπηλαίου», ΠΔ) νεοελλ. 1. (συν. μέσ. ή παθ.) κυλίομαι και κυλιέμαι πέφτω προς τα κάτω κυλώντας 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • κυλίω — κυλί̱ω , κυλίω roll pres subj act 1st sg κυλί̱ω , κυλίω roll pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλῖον — κυλίω roll pres part act masc voc sg κυλίω roll pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλίεσθε — κυλί̱εσθε , κυλίω roll pres imperat mp 2nd pl κυλί̱εσθε , κυλίω roll pres ind mp 2nd pl κυλί̱εσθε , κυλίω roll imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκυλίῃ — ἐγκυλί̱ῃ , ἐν κυλίω roll pres subj mp 2nd sg ἐγκυλί̱ῃ , ἐν κυλίω roll pres ind mp 2nd sg ἐγκυλί̱ῃ , ἐν κυλίω roll pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλινδώ — ἀλινδῶ ( έω) και ἀλίνδω (Α) Ι ενεργ. κυλίω, κυλώ (το παθ. ἀλινδοῡμαι ή ἀλίνδομαι συνήθ. στη μτχ.) 1. κυλιέμαι στη σκόνη 2. κυλιέμαι ασκούμενος στην παλαίστρα 3. περιφέρομαι, περιπλανιέμαι 4. ξημεροβραδιάζω, συχνάζω κάπου 5. (με μειωτική σημ.)… …   Dictionary of Greek

  • προσκυλίω — Α [κυλίω] 1. κυλίω κάτι προς μία κατεύθυνση («καὶ προσκυλίσας λίθον μέγαν τῇ θύρᾳ τοῡ μνημείου», ΚΔ) 2. παθ. προσκυλίομαι μτφ. (με κακή σημ.) κυλιέμαι μέσα σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • συγκυλίω — Α 1. κυλίω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. (κυρίως το μέσ.) συγκυλίομαι α) (σχετικά με χαμερπή απόλαυση) κυλιέμαι μαζί με κάποιον άλλο β) (για αετό) κινούμαι προς τα κάτω με ορμή («συγκυλισθεὶς ἐπὶ τὴν γῆν τὰς τρεφομένας περιστεράς... ἐθήρευεν», Διοδ.) …   Dictionary of Greek

  • εἰσκυλίει — εἰσκυλί̱ει , εἰσ κυλίω roll pres ind mp 2nd sg εἰσκυλί̱ει , εἰσ κυλίω roll pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακυλίουσι — κατακυλί̱ουσι , κατά κυλίω roll pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατακυλί̱ουσι , κατά κυλίω roll pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»