-
1 κυβιστάω
A tumble head foremost,ἦ μάλ' ἐλαφρὸς ἀνήρ, ὡς ῥεῖα κυβιστᾷ Il.16.745
, cf. 749; of fish, κατὰ καλὰ ῥέεθρα κυβίστων ἔνθα καὶ ἔνθα tumbled or plunged about, 21.354, cf. Opp.l.c.; esp. of professional tumblers, Pl.Smp. 190a; κ. εἰς ξίφη, εἰς μαχαίρας, X.Smp.2.11, Mem.1.3.9, Pl.Euthd. 294e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυβιστάω
-
2 κυβίστημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυβίστημα
-
3 κυβίστησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυβίστησις
-
4 κυβιστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυβιστής
-
5 κυβιστητεία
κῠβιστ-ητεία, ἡ, = foreg., Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυβιστητεία
-
6 κυβιστητήρ
A tumbler,δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ' αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντες ἐδίνευον κατὰ μέσσους Il.
18.605, Od.4.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυβιστητήρ
-
7 κυβιστιάω
A turn a somersault, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυβιστιάω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский