-
1 κινητης
- οῦ ὅ1) досл. приводящий в движение, перен. зачинатель, создатель(καινῶν ἐπῶν Arph.)
2) возмутитель, подстрекатель Polyb. -
2 κῑνητής
κῑνητής, ὁ, der bewegt, in Bewegung setzt; καινῶν ἐπῶν κινητὰ καὶ μοχλευτά Ar. Nubb. 1397; Aufrührer, καὶ καχέκται Pol. 28, 15, 12.
-
3 κινητής
-
4 κινητῆς
-
5 κῑνητής
κῑνητής, ὁ, der bewegt, in Bewegung setzt; Aufrührer -
6 κινητής
κῑνητής, κινητήςone that sets going: masc nom sg -
7 κινητής
2 seditious person, agitator, Plb.28.17.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κινητής
-
8 κινητά
κῑνητά̱, κινητήςone that sets going: masc nom /voc /acc dualκῑνητά, κινητήςone that sets going: masc voc sgκῑνητά, κινητήςone that sets going: masc nom sg (epic)κινητόςmoving: neut nom /voc /acc plκινητά̱, κινητόςmoving: fem nom /voc /acc dualκινητά̱, κινητόςmoving: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 κῑνητήρ
κῑνητήρ, ῆρος, ὁ, = κινητής; γαίης H. h. 21, 2, Poseidon; Pind. I. 3, 37.
-
10 κατάλογος
-
11 ακινήτης
ἀκίνητοςunmoved: fem gen sg (attic epic ionic)ἀ̱κινήτης, ἀκινητέωto be at rest: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀκινητέωto be at rest: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
12 ἀκινήτης
ἀκίνητοςunmoved: fem gen sg (attic epic ionic)ἀ̱κινήτης, ἀκινητέωto be at rest: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀκινητέωto be at rest: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
13 κινητή
κῑνητῇ, κινητήςone that sets going: masc dat sg (attic epic ionic)κινητόςmoving: fem dat sg (attic epic ionic) -
14 κινητῇ
κῑνητῇ, κινητήςone that sets going: masc dat sg (attic epic ionic)κινητόςmoving: fem dat sg (attic epic ionic) -
15 κινηταί
κῑνηταί, κινητήςone that sets going: masc nom /voc plκινητόςmoving: fem nom /voc pl -
16 κινητού
-
17 κινητοῦ
-
18 κινητών
κῑνητῶν, κινητήςone that sets going: masc gen plκινητόςmoving: fem gen plκινητόςmoving: masc /neut gen pl -
19 κινητῶν
κῑνητῶν, κινητήςone that sets going: masc gen plκινητόςmoving: fem gen plκινητόςmoving: masc /neut gen pl -
20 κινητέα
κῑνητέα, κινητέοςto be moved: neut nom /voc /acc plκῑνητέᾱ, κινητέοςto be moved: fem nom /voc /acc dualκῑνητέᾱ, κινητέοςto be moved: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)κῑνητέα, κινητήςone that sets going: masc acc sg (epic ionic)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κινητής — ο (ΑΜ κινητής) [κινώ] 1. αυτός που κινεί κάτι 2. αυτός που εφευρίσκει κάτι, ο δημιουργός («ὦ καινών ἐπῶν κινητά καί μοχλευτά», Αριστοφ.) νεοελλ. ο υποκινητής αρχ. ο στασιαστής, ο ταραχοποιός … Dictionary of Greek
κινητής — κῑνητής , κινητής one that sets going masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητῆς — κινητός moving fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από … Dictionary of Greek
κινητά — κῑνητά̱ , κινητής one that sets going masc nom/voc/acc dual κῑνητά , κινητής one that sets going masc voc sg κῑνητά , κινητής one that sets going masc nom sg (epic) κινητός moving neut nom/voc/acc pl κινητά̱ , κινητός moving fem nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογαριθμικός κανόνας — Όργανο που βασίζεται στις ιδιότητες των λογαρίθμων, με το οποίο εκτελούνται γρήγορα υπολογισμοί, με ικανοποιητική ακρίβεια στις περισσότερες περιπτώσεις. Οι υπολογισμοί εκτελούνται με τη βοήθεια διαφόρων λογαριθμικών κλιμάκων, με τις οποίες είναι … Dictionary of Greek
βρέβιον — βρέβιον, το (Μ) 1. βιβλίο καταγραφής της κινητής και ακίνητης περιουσίας εκκλησίας ή μονής 2. κατάλογος ονομάτων δωρητών μονών ή εκκλησιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < (λατ. brevis (ενν. liber) «επίτομος κατάλογος»] … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
δημοπρασία — Ορισμένος τρόπος διαπραγμάτευσης και σύναψης συμβάσεων, κατά παρέκκλιση από τις συνηθισμένες συναλλακτικές διαδικασίες, με σκοπό να εξασφαλιστούν καλύτεροι όροι δημοσιότητας, πιο εύλογο τίμημα ή αρτιότερη κατασκευή έργου. H δ. ονομάζεται… … Dictionary of Greek
διακόπτης — Συσκευή κατάλληλη να διακόπτει ή να αποκαθιστά τη συνέχεια ενός ηλεκτρικού κυκλώματος, ώστε να εμποδίζει ή να επιτρέπει τη δίοδο ηλεκτρικού ρεύματος. Στην απλούστερη μορφή του ο δ. αποτελείται, για κάθε αγωγό της ηλεκτρικής γραμμής στην οποία… … Dictionary of Greek
επίταξη — Είδος αναγκαστικής απαλλοτρίωσης κινητών πραγμάτων. Υπάρχουν πολλές νομικές μορφές ε., ανάλογα με τις ανάγκες που την επιβάλλουν. Για παράδειγμα, η αναγκαστική πώληση στην περίπτωση της ε. τροφίμων, η αναγκαστική μίσθωση στην περίπτωση ε.… … Dictionary of Greek