-
1 κῑνησί-χθων
κῑνησί-χθων, ονος, erderschütternd, Schol. Soph. Ant. 154, Erkl. von ἐλελίχϑων.
-
2 κινησίχθων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κινησίχθων
-
3 κῑνησίχθων
κῑνησί-χθων, ονος, erderschütternd
См. также в других словарях:
κινησίχθων — κινησίχθων, ον (Α) αυτός που κινεί τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινησι (< κινῶ) + χθων (< χθων), πρβλ. δαμασί χθων, ερυσί χθων. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek