-
1 κινάβρα
κῐνάβρ-α, ἡ,A rank smell of a he-goat, Luc.Bis Acc.10, Poll.2.77; also of men, Luc.DMar.1.5, al.; also, goatish beard, Id.DMort.10.9: metaph., = κιμβεία, Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κινάβρα
-
2 κιναβράω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιναβράω
-
3 κιναβρεύεσθαι
κῐναβρ-εύεσθαι· σκευωρεῖσθαι, Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιναβρεύεσθαι
-
4 κιναβρεύματα
κῐναβρ-εύματα· ἀποκαθάρματα ὄζοντα, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιναβρεύματα
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский