-
1 καλοπέδιλα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλοπέδιλα
-
2 καλοπέδιλ'
κᾱλοπέδῑλα, καλοπέδιλαwooden shoes: neut nom /voc /acc pl
См. также в других словарях:
καλοπέδιλα — καλοπέδιλα, τὰ (Α) ξύλινα πέδιλα, πιθ. κομμάτια ξύλα που έδεναν στα πόδια τής αγελάδας κατά την ώρα τού αρμέγματος, για να μένει ακίνητη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον, τὸ «ξύλο» + πέδιλα, πληθ. τού πέδιλον, τὸ] … Dictionary of Greek
καλοπέδιλ' — κᾱλοπέδῑλα , καλοπέδιλα wooden shoes neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)