-
101 κατα-πτώσσω
κατα-πτώσσω, sich niederducken, fürchten, Il. 4, 224. 340. 5, 476; Geop.
-
102 κατα-πυρ-πολέω
κατα-πυρ-πολέω, ganz verbrennen; Ar. Th. 243; Pol. 5, 19, 8.
-
103 κατα-πυργόω
κατα-πυργόω, mit Thürmen versehen, Sp.
-
104 κατα-πυρίζω
κατα-πυρίζω, anzünden, Theocr. 2, 24, καππτρίσασα, l. d.
-
105 κατα-πυκτεύω
κατα-πυκτεύω, im Faustkampf überwinden, Schol. An. Rh. 2, 106.
-
106 κατα-πυκνόω
κατα-πυκνόω, ganz dicht machen, Arist. Meteorl. 1, 9; anfüllen, κατεπώκνου παραδειγμάτων πλήϑει τὴν πόλιν Plut. Lycurg. 27; τρήμασι τὸ τεῖχος, viel durchlöchern, Pol. 8, 7, 6; öfter bei Sp.; vermehren, aufhäufen, τέτταρά σοι τάλαντα κατεπύκνωσα bei Ath. III, 102 a. Vgl. D. L. 10, 142.
-
107 κατα-πυγ-μαχέω
κατα-πυγ-μαχέω, im Faustkampf überwinden, Schol. Luc. epigr. 20.
-
108 κατα-πυκάζω
κατα-πυκάζω, dicht machen, bedecken, Hesych.; ἱστορίαν μύϑοις, ausschmücken, Eust. 1379, 12.
-
109 κατα-πωμάζω
κατα-πωμάζω, mit dem Deckel verschließen, Sp.
-
110 κατα-πωλέω
κατα-πωλέω, verlaufen, Clem. Al. u. a. Sp.
-
111 κατα-πόρφυρος
κατα-πόρφυρος, purpurn, Sp.
-
112 κατα-πόρνευσις
κατα-πόρνευσις, ἡ, das Verhuren, ϑυγατέρων παρϑένων Plut. Timol. 13.
-
113 κατα-πότρα
κατα-πότρα, ἡ, der untere Theil des Schlundes, der Wagenmund, Sp.
-
114 κατα-πότιον
κατα-πότιον, τό, = Folgdm, eigentlich dim. dazu, Theophr, u. Medic.
-
115 κατα-πότης
κατα-πότης, ὁ, das Herunterschlucken, Schlemmen, bei Suid. auch λάρυγξ erkl.
-
116 κατα-πόνησις
κατα-πόνησις, ἡ, Ermattung, Entkräftung, Sp.
-
117 κατα-πόθρα
κατα-πόθρα, ἡ, Sp., = καταπότρα.
-
118 κατα-πύγων
κατα-πύγων, ονος, widernatürliche Unzucht treibend, wollüstig, unzüchtig; κἀναίσχυντος Ar. Nubb. 909; καὶ λαικαστἠς Ach. 79; Schol. Equ. 639 erkl. εὐρύπρωκτος, Vesp. 687 μειράκιον κατάπυγον, πεπορνευμένον; Vocat. ὧ καταπῦγον Thesm. 200, comparat. καταπυγωνέστερος, des Metrums wegen, Lys. 776. Vgl. Lob, zu Phryn. p. 195.
-
119 κατα-πύκνωσις
κατα-πύκνωσις, ἡ, Verstärkung, Verdichtung, Häufung, Nicom. harmon. u. a. Sp., Alciphr. 3, 55.
-
120 κατα-πύθω
См. также в других словарях:
κατά — και κατ , μπροστά από φωνήεν με ψιλή και καθ , μπροστά από φωνήεν με δασεία, πρόθ. 1. με γενική σημαίνει α. κίνηση: Πήγε κατά διαβόλου. β. εχθρική κίνηση εναντίον κάποιου: Όρμησε κατά του αντιπάλου του. γ. εχθρική διάθεση: Είναι κατά του πολέμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατά — downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
κάτα — (I) η (Μ κάτ[τ]α) γάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. catta «είδος αιλουροειδούς»]. (II) κᾆτα (Α) στην αττ. διάλ. κράση τών λ. καὶ είτα … Dictionary of Greek
κατα- — (από την πρόθ. κατά), α’ συνθετ. λέξεων για επίταση: κατάμαυρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάτα — κάτος following neut nom/voc/acc pl κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἆτα — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄ̱τᾱ , ἄτη bewilderment fem nom/voc/acc dual ἄ̱τᾱ , ἄτη bewilderment fem nom/voc sg (doric aeolic) ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾆτα — εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κατὰ ροῦν φέρεσθαι. — См. Идти против течения … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὰ κατὰ πρόσωπα δυσχεραίνουσι καὶ κύνες. — τὰ κατὰ πρόσωπα δυσχεραίνουσι καὶ κύνες. См. Такая красава, что в окно глянет, конь прянет, на двор выйдет три дня собаки лают … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὄλον τὸν βοῦν ἔφαγε, κατὰ δὲ τὴν κέρκον ἀπηγόρευσε. — См. Собаку съел, только хвостом подавился … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)