-
1 κασιγνητος
Iὅ [κάσις I]1) брат Hom., Pind., Aesch.,2) близкий родственник Hom.IIἥ сестра Soph., Luc.3братский, сестринὦ κασίγνητον κάρα! Soph. — о, брат мой!
См. также в других словарях:
ίγνητες — ἴγνητες, οἱ (Α) (στη Ρόδο) οι αυθιγενείς, αυτοί που εγκαταστάθηκαν στο νησί μετά τους Τελχίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν (με ι αντί ε προ ερρίνου) + γνητος (< γίγνομαι), πρβλ. κασί γνητος] … Dictionary of Greek
εύγνητος — εὔγνητος, ον (Α) ο ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γνητος (< γίγνομαι), πρβλ. κασί γνητος] … Dictionary of Greek
ομόγνητος — ὁμόγνητος, ον θηλ. και ὁμογνήτη (Α) (ως επίθ. και ως ουσ.) αδελφός ή αδελφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + γνητος (από δισύλλαβη ρίζα *γενη «γεννώ, παράγω» με μηδενισμένο το α φωνήεν τής ρίζας, πρβλ. και γνήσιος), πρβλ. κασί γνητος] … Dictionary of Greek
ĝen-1, ĝenǝ-, ĝnē-, ĝnō- — ĝen 1, ĝenǝ , ĝnē , ĝnō English meaning: to bear Deutsche Übersetzung: “erzeugen” Material: thematic present O.Ind. jánati “erzeugt, gebiert”, aLat. genō, Gk. γενέσθαι (ἐγένοντο = O.Ind. ajananta), compare O.Ir. genathar Konj … Proto-Indo-European etymological dictionary