-
1 καπηλικος
-
2 καπηλικός
η, ό[ν] торгашеский, спекулянтский
См. также в других словарях:
καπηλικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπηλικός — ή, ό (Α καπηλικός, ή, όν) [κάπηλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάπηλο, αισχροκερδής 2. βάναυσος, χυδαίος, αγροίκος αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. ή καπηλική (ενν. τέχνη) η καπηλεία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καπηλικόν α) προμηθευτές τροφίμων που… … Dictionary of Greek
καπηλικά — καπηλικός of neut nom/voc/acc pl καπηλικά̱ , καπηλικός of fem nom/voc/acc dual καπηλικά̱ , καπηλικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπηλικώτερον — καπηλικός of adverbial comp καπηλικός of masc acc comp sg καπηλικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπηλικόν — καπηλικός of masc acc sg καπηλικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπηλικαῖς — καπηλικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπηλικοῖς — καπηλικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπηλικοί — καπηλικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπηλικοῦ — καπηλικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπηλικούς — καπηλικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπηλικῆς — καπηλικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)