Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

κᾰπηλικός

См. также в других словарях:

  • καπηλικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπηλικός — ή, ό (Α καπηλικός, ή, όν) [κάπηλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάπηλο, αισχροκερδής 2. βάναυσος, χυδαίος, αγροίκος αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. ή καπηλική (ενν. τέχνη) η καπηλεία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καπηλικόν α) προμηθευτές τροφίμων που… …   Dictionary of Greek

  • καπηλικά — καπηλικός of neut nom/voc/acc pl καπηλικά̱ , καπηλικός of fem nom/voc/acc dual καπηλικά̱ , καπηλικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπηλικώτερον — καπηλικός of adverbial comp καπηλικός of masc acc comp sg καπηλικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπηλικόν — καπηλικός of masc acc sg καπηλικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπηλικαῖς — καπηλικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπηλικοῖς — καπηλικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπηλικοί — καπηλικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπηλικοῦ — καπηλικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπηλικούς — καπηλικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπηλικῆς — καπηλικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»