-
1 κανόνιον
κᾰνόν-ιον, τό,III = σταμίς, Poll.1.92.IV tabulation, table, Ptol.Harm.2.15, Gaud.Harm.22, Vett.Val.321sq.V correct list, PLond.2.259.126(i A. D.).VI Dim. ofκανών 1.10
, Ptol.Harm.1.15(pl.), 2.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κανόνιον
См. также в других словарях:
κανόνι — (I) το 1. πυροβόλο, τηλεβόλο 2. συνεκδ. βολή πυροβόλου, κανονίδι, κανονιά («τη νύχτα ακούστηκαν κανόνια») 3. φρ. α) «έριξε κανόνι» ή «έσκασε κανόνι» ή «βάρεσε κανόνι» αρνείται να πληρώσει, αδυνατεί ή δεν θέλει να ξοφλήσει τα χρέη του, κήρυξε… … Dictionary of Greek
-ίδι — (I) υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από την αρχ. και μσν. κατάλ. ίδιον, πρβλ. βο ΐδιον >βό (ϊ)δι, παιχν ίδιον > παιχν ίδι, βαρ ίδιον > βαρ ίδι, δακτυλ ίδιον > δακτυλ ίδι κ.ά. Η κατάλ. ίδιον αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή… … Dictionary of Greek