-
1 καμινίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμινίτης
См. также в других словарях:
φουρνίτης — ὁ, Α ψημένος σε φούρνο, φουρνιστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῦρνος + κατάλ. ίτης* (πρβλ. καμιν ίτης)] … Dictionary of Greek
1 καμινίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμινίτης
φουρνίτης — ὁ, Α ψημένος σε φούρνο, φουρνιστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῦρνος + κατάλ. ίτης* (πρβλ. καμιν ίτης)] … Dictionary of Greek