-
1 καματ-ώδης
καματ-ώδης, ες, ermattend, erschöpfend; ϑέρεος καματώδεος ὥρη Hes. O. 582; καματωδέων πλαγᾶν ἄκος Pind. N. 3, 17; μέριμναι frg. 239. Auch im compar., bei Theophr.
-
2 καματάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καματάω
-
3 καματεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καματεύω
-
4 καματηδόν
κᾰμᾰτ-ηδόν, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καματηδόν
-
5 καματηρός
A toilsome, wearisome, ; ;καματηρὸν ἀϋτμένα φυσιόωντε A.R.2.87
;καματηρὸν τὸ ἄρχειν Arist.Mu. 400b9
.2 tiring, exhausting,σφοδρὰ καὶ κ. πηδήματα Luc.Salt.34
.II [voice] Pass., bowed down with toil, broken down, worn out, Hdt.4.135;κ. σώματα D.H.10.53
, cf. Arr.An.5.16.1, Cat.Cod.Astr.2.166.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καματηρός
-
6 κάματος
A toil, trouble,ἄτερ καμάτοιο Od.7.325
;ἄνευ καμάτου Pi.P.12.28
;κ. ἵππων A.Fr.192.6
(anap.); , cf. 130 (both lyr.); of the pangs of childbirth, Id.OT 174 (lyr.);εὐκάματος E.Ba.67
(lyr.): pl.,καμάτων ἅλις AP9.359
(Posidipp. or Pl.Com.): rare in early Prose,κ. ἐστι τοῖς αὐτοῖς μοχθεῖν Heraclit.84
, cf. 111; of the pains of disease, Hp. de Arte 3 (pl.);κ. ὁ πολύς Luc.Herm.71
; freq. later, Arist.Mu. 397b23, OGI 717.8 (pl., iii A.D.), POxy.913.15 (pl., V A. D.).2 the effect of toil, weariness, ὁππότε κέν μιν γυῖα λάβῃ κ. Il.4.230, cf. 13.85, 711, etc.;κ. πολυάϊξ γυῖα δέδυκεν 5.811
;αἴθρῳ καὶ κ. δεδμημένον Od.14.318
;ὕπνῳ καὶ κ. ἀρημένος 6.2
;κ. τε καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἔδοντες 9.75
, cf. Sapph. Supp.19.4, etc.: in Prose, Aen.Tact.26.8, Parth.1.1, Jul.Or.2.87b.II the product of toil, ἡμέτερος κ., viz. the pigs we have reared, Od.14.417;ἀλλότριον κ. σφετέρην ἐς γαστέρ' ἀμῶνται Hes. Th. 599
, cf. Thgn.925; τόρνου κ. a thing wrought by the lathe, A. Fr.57.3 (anap.), cf. AP6.206 (Antip. Sid.); κ. μελίσσης, of honey, Nic.Al.71 (pl.), cf. 144.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάματος
-
7 καματώδδης
κᾰμᾰτ-ώδδης, ες,A toilsome, wearisome,θέρεος καματώδεος ὥρῃ Hes.Op. 584
; πλαγαί, μέριμναι, Pi.N.3.17, Fr.218.1;καματωδέστερος Thphr.Lass.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καματώδδης
-
8 καματώδης
καματ-ώδης, ες, ermattend, erschöpfend -
9 καματωδης
См. также в других словарях:
καρβουνιάρης — ο, θηλ. καρβουνιάρισσα (Μ καρβουνιάρης, θηλ. καρβουνιάρισσα και καρβουνάρης, θηλ. καρβουνάρισσα) 1. αυτός που παρασκευάζει κάρβουνα 2. αυτός που πουλάει κάρβουνα, καρβουνοπώλης 3. μτφ. μαύρος από καρβουνόσκονη, από καπνιά, μουντζούρης,… … Dictionary of Greek
κοτερό — Μικρό σκάφος που χρησιμοποιείται συνήθως για ταξίδια αναψυχής. Βλ. λ. θαλαμηγός. * * * το συν. στον πληθ. το σύνολο τών πουλερικών, τα πουλερικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κότα + κατάλ. ερό (πρβλ. καματ ερό)] … Dictionary of Greek
κυματηρός — κυματηρός, ά, όν (Α) κυματίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + κατάλ. ηρός (πρβλ. αιματ ηρός, καματ ηρός)] … Dictionary of Greek