-
1 καματηρός
A toilsome, wearisome, ; ;καματηρὸν ἀϋτμένα φυσιόωντε A.R.2.87
;καματηρὸν τὸ ἄρχειν Arist.Mu. 400b9
.2 tiring, exhausting,σφοδρὰ καὶ κ. πηδήματα Luc.Salt.34
.II [voice] Pass., bowed down with toil, broken down, worn out, Hdt.4.135;κ. σώματα D.H.10.53
, cf. Arr.An.5.16.1, Cat.Cod.Astr.2.166.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καματηρός
См. также в других словарях:
κυματηρός — κυματηρός, ά, όν (Α) κυματίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + κατάλ. ηρός (πρβλ. αιματ ηρός, καματ ηρός)] … Dictionary of Greek