-
1 καλύβιον
κᾰλῠβ-ιον, τό, Dim. of foreg., Phld.Acad.Ind.p.54 M., D.H.10.19, Plu.Pomp.73, Alciphr.1.1, D.L.4.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλύβιον
См. также в других словарях:
μολύβα — μολύβα, ἡ (Μ) μολύβι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μολύβιον + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. καλύβ ιον: καλύβ α] … Dictionary of Greek