-
1 καλαμινθ-ώδης
καλαμινθ-ώδης, ες, reich an Münze, nach Apoll. L. H. eine Erkl. für κητώεις.
-
2 καλαμινθίτης
A flavoured with mint, Dsc.5.52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμινθίτης
-
3 καλάμινθος
A catmint, mint, Nic.Th.60.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλάμινθος
-
4 καλαμινθώδης
κᾰλᾰμινθ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμινθώδης
-
5 καλαμινθώδης
καλαμινθ-ώδης, ες, reich an Münze
См. также в других словарях:
καταστόλιον — και καταστόλιν, τὸ (Μ) το τέρμα τής πορείας, η άφιξη σε κάποιο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατα στολή με σημ. «διακοπή τής πορείας» + κατάλ. ι(ο)ν (πρβλ. καλαμίνθ ι[ο]ν, οψάρ ι[ο]ν)] … Dictionary of Greek