-
1 καλό-πους
-
2 κᾱλό-πους
κᾱλό-πους, ποδος, ὁ, Holzfuß, d. i. Schusterleisten, Plat. Conv. 191 a οἱ σκυτοτόμοι περὶ τὸν καλόποδα (Bekk. καλάποδα) λεαίνοντες τὰς τῶν σκυτῶν ῥυτίδας; Sp.
-
3 κᾱλόπους
κᾱλό-πους, ποδος, ὁ, Holzfuß, d. i. Schusterleisten -
4 καλόπους
-
5 κᾶλον
Grammatical information: n.Meaning: `wood, logs (for burning), timber' (h. Merc. 112, Hes. Op. 427, Ion. trag., Call., Cyrene), also `wood for ships' = `ship' (Lacon. in Ar. Lys. 1253, X. HG 1, 1,23, Plu. Alk. 28.).Other forms: mostly pl. -α,Compounds: As 1. member in καλο-τύπος ὁ δρυοκολάπτης H., καλο-πέδιλα n. pl. "wooden shoes", kind of foot-fetters (Theoc. 25, 103); καλό-πους, - ποδος m. "wooden foot", i. e. `soemaker's last' (v. l. in Pl. Smp. 191a and Poll. 2, 195; Edict. Diocl.), also καλά-πους (Pl. l. c., Poll. 10, 141; after τετρά-πους?), with the diminutive καλοπόδιον (Gal. 6, 364 [v. l. - απ-], Suid.); as technical expressions καλόπους and καλοπόδιον reached in eastern languages, e. g Arab. qālib, from where Osman. kalyp `form, model' \> NGr. τὸ καλοῦπι `id.', MPers. kalapaδ, NPers. kālbud (Maidhof Glotta 10, 11; Bailey Trans. Phil. Soc. 1933, 49). - Quite doubtful however καλαρ\<ρ\>ύα `canal, water conduit' (Ambracian after sch. Gen. Φ 259), καλαρρυϜαί (cod. - γαί) τάφροι. Άμερίας H., after Schwyzer 438 n. 4 prop. "wooden water conduite" (?); similar καλαρῖνες ὀχετοι `water-pipe']. Λάκωνες H.; cf. ῥινοῦχος `canal' etc., see Kretschmer Glotta 4, 335.Derivatives: κάλινος `of wood' (Epich., Lyc., A. R., Cyrene); dimin. (?) κάλιον (- ίον?) ξυλάριον, βακτηρίδιον; καλύριον (- ύφιον?) ξυλήφιον H.Origin: IE [Indo-European]\/PGXEtymology: To καίω, καῦσαι as `firewood'; cf. synonymous δᾱλός `fire-brand' from δαϜ-ελός ( δαίω), so κᾶλον could represent *κάϜ-ελον (Bq). As however Dor. κᾶλον cannot be derived from it, perh. from *κάϜ-αλον (Schwyzer 248, Lejeune Traité de phon. 234; on - ελο-: - αλο- cf. ἔταλον). However, a pre-form *καϜ-αλ- rather suggests a Pre-Greek form; also the connection with καίω does not seem certain. - From κᾶλα pl. Lat. cāla f. `dry wood, firewood'. - See καίω, and κῆλα.Page in Frisk: 1,765-766Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κᾶλον
-
6 καλοπους
-
7 καλόπους
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλόπους
См. также в других словарях:
μολοσσός — Σκύλος εξαιρετικά ρωμαλέος και θαρραλέος, από τον οποίο χαρακτηρίστηκε και ο τύπος των μολοσσοειδών. Κατά την αρχαιότητα υπήρχαν μακεδονικοί και ρωμαϊκοί μολοσσοί· ο σημερινός μ. προέρχεται από μια φυλή που ζει από αιώνες στην Καμπανία της… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
καλοπόδινος — καλοπόδινος, ον (Μ) καλοπόδαρος*, με καλό ποδαρικό. επίρρ... καλοποδίνως (Μ) με ευοίωνο τρόπο, ευτυχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + πούς, ποδός + κατάλ. ινος] … Dictionary of Greek
ποδάρι — το / ποδάριον, ΝΜΑ το πόδι νεοελλ. 1. πίεση που ασκείται από τον κατακτητή μιας χώρας («στην Πόλη Τούρκου δεν πατούν κι Αγαρηνού ποδάρια», Βιζυην.) 2. φρ. α) «ποδάρι τού παλάγκου» ναυτ. σχοινί ή αλυσίδα με τροχαλία που χρησιμεύει στην ανύψωση… … Dictionary of Greek