-
1 καλοιώνιστος
καλοιώνιστοςof good omen: masc /fem nom sg -
2 καλοιώνιστος
κᾰλοιώνιστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλοιώνιστος
-
3 καλοιωνίστους
καλοιώνιστοςof good omen: masc /fem acc pl
См. также в других словарях:
καλοιώνιστος — καλοιώνιστος, ον (Α) ευοίωνος, αίσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλῶς) + οἰωνίζομαι «προλέγω, μαντεύω από οιωνούς»] … Dictionary of Greek
καλοιώνιστος — of good omen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοιωνίστους — καλοιώνιστος of good omen masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)