-
1 καλαθίσκος
2 Archit., = κόφινος, of the coffers, panels of a ceiled roof, Chor.p.118B.II a kind of dance, Apolloph.1, Men.1018, Poll.4.105; prob. l. for [suff] κᾰλαθ-ισμός, Ath.14.629f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαθίσκος
См. также в других словарях:
κυαθίσκος — ο (Α κυαθίσκος) νεοελλ. μικρός κύαθος, μικρό ποτήρι αρχ. 1. το κοίλο μέρος τού καθετήρα 2. χειρουργικό εργαλείο για εξαγωγή βελών ή άλλων βλημάτων από τα τραύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαθος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. καλαθ ίσκος, οικ ίσκος)] … Dictionary of Greek
χλανιδίσκιον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού χλανίς, κλανίσκιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλανίς, ίδος«είδος επενδύτη» + υποκορ. κατάλ. ίσκ ιον (< υποκορ. κατάλ. ίσκος), πρβλ. καλαθ ίσκ ιον, τροχ ίσκ ιον] … Dictionary of Greek