-
1 καλάινος
καλάϊνος, καλάινοςlike the: masc nom sg -
2 καλάϊνος
καλάϊνος, oder richtiger καλλάϊνος (vgl. κάλλαια, denn die Farbe scheint nicht nach dem folgenden Edelsteine benannt, sondern umgekehrt), blau und grün schillernd, χρῶμα Diosc., wie die Federn des Hahns, ἀλέκτωρ ἔστα καλλαΐνᾳ πτέρυγι Mel. 123 (VII, 428); das lat. venetus, Lyd. de mens. 3, 26. 4, 25; unverständlicher, aber wohl auch auf die Farbe gehend, πλινϑίς Phani. 3 (VI, 295); s. aber Schneider ecl. phys. 2 p. 91.
-
3 καλάϊνος
A like the κάλαϊς, shifting between blue and green, κ. πτέρυξ, of the cock, AP7.428.2 (Mel.); Χρῶμα κ., of jasper, Dsc.5.142; = venetus, Lyd.Mens.4.30, Tab.Defix.Aud.15.5, 16.13 (Syria, iii A.D., written καλλαεινου and καλαεινου) ; κ. λίθος, = sq., Peripl.M.Rubr. 39 ( καλλεανός cod.);πλινθίς AP6.295.6
(Phan.).II κ. κέραμος glazed pottery made at Alexandria, EM486.51, Suid.;κ. ὄστρακον Gal.12.866
;τὰ καλάϊνα PSI4.396.9
(iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλάϊνος
-
4 καλάϊνος
καλάϊνος, blau und grün schillernd; das lat. venetus -
5 καλαίνω
καλαΐνω, καλάινοςlike the: masc /neut nom /voc /acc dualκαλαΐνω, καλάινοςlike the: masc /neut gen sg (doric aeolic) -
6 καλλάινον
καλλάϊνον, καλάινοςlike the: masc acc sgκαλλάϊνον, καλάινοςlike the: neut nom /voc /acc sg -
7 καλάινον
καλάϊνον, καλάινοςlike the: masc acc sgκαλάϊνον, καλάινοςlike the: neut nom /voc /acc sg -
8 καλλάϊνος
-
9 оловянный
о́лов||янныйприл κασσιτέρινος, καλαγένιος, καλάϊνος:\оловянныйянный солдатик ὁ μολυβένιος στρατιωτάκος. о́лух м ὁ βλάκας, ὁ βλάξ, ὁ ἀνόητος, ὁ χαζός. -
10 καλαίνου
καλαΐνου, καλάινοςlike the: masc /neut gen sg -
11 καλλαίνα
καλλαΐνᾱͅ, καλάινοςlike the: fem dat sg (doric aeolic)καλλαίνᾱͅ, καλλάινοςlike the: fem dat sg (doric aeolic) -
12 καλλαίνᾳ
καλλαΐνᾱͅ, καλάινοςlike the: fem dat sg (doric aeolic)καλλαίνᾱͅ, καλλάινοςlike the: fem dat sg (doric aeolic) -
13 καλλαίναν
καλλαΐνᾱν, καλάινοςlike the: fem acc sg (doric aeolic)καλλαίνᾱν, καλλάινοςlike the: fem acc sg (doric aeolic) -
14 καλλαίνην
καλλαΐνην, καλάινοςlike the: fem acc sg (attic epic ionic)καλλάινοςlike the: fem acc sg (attic epic ionic) -
15 καλλαίνω
-
16 καλλαίνῳ
-
17 καλλάινα
καλλάϊνα, καλάινοςlike the: neut nom /voc /acc pl -
18 καλλάινος
καλλάϊνος, καλάινοςlike the: masc nom sg -
19 оловянный
επ.κασσιτέρινος, καλάινος. || μτφ. (για μάτια, βλέμμα)• άτονος, ξέψυχος, θαμπός. -
20 καλλάϊνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλάϊνος
См. также в других словарях:
καλάινος — καλάϊνος , καλάινος like the masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλάινος — και καλλάινος, η, ο και καλ(λ)αγένιος, ια, ιο (Α καλάινος και καλλάινος, η, ον) νεοελλ. κατασκευασμένος ή όμοιος με καλάι, με κασσίτερο αρχ. 1. όμοιος στο χρώμα με κάλαϊν*. δηλ. που έχει χρώμα κυμαινόμενο μεταξύ κυανού και πράσινου,… … Dictionary of Greek
καλαγένιος — ια, ιο και καλάινος, η, ο ο κατασκευασμένος από καλάι, δηλ. από κασσίτερο, κασσιτέρινος, κασσιτερένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. καλαγένιος < καλάι «κασσίτερος» + κατάλ. ένιος*, το γ από συνίζηση τού ι με το ακολουθούν φωνήεν ο δε τ. καλάινος <… … Dictionary of Greek
καλαίνω — καλαΐνω , καλάινος like the masc/neut nom/voc/acc dual καλαΐνω , καλάινος like the masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλάινον — καλλάϊνον , καλάινος like the masc acc sg καλλάϊνον , καλάινος like the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλάινον — καλάϊνον , καλάινος like the masc acc sg καλάϊνον , καλάινος like the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Türkis (Mineral) — Türkis Türkisknolle aus Arizona, Vereinigte Staaten Größe: 7 x 5 x 5 cm Chemische Formel Cu(Al,Fe)6(PO4)4(OH)8 · 4 H2O Mineralklasse Wasserhaltige Phosphate mit frem … Deutsch Wikipedia
γαλανός — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από το Κεράσοβο της Αιτωλίας. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις των Αγράφων και της Δυτικής Στερεάς. Σκοτώθηκε στην Έξοδο του Μεσολογγίου (1826). 2. Ευάγγελος. Καταγόταν από το Μεσολόγγι. Σκοτώθηκε… … Dictionary of Greek
κάλλαιο(ν) — το (AM κάλλαιον) νεοελλ. ανατ. έπαρμα τού ηθμοειδούς οστού, στο μέσον τού πρόσθιου κρανιακού βόθρου, πάνω στο οποίο προσφύεται η σκληρή μήνιγγα μσν. αρχ. 1. η σαρκώδης απόφυση τής κορυφής τού κεφαλιού τού πετεινού, λειρί, λοφίο 2. το σαρκώδες… … Dictionary of Greek
κάλλαϊς — και κάλαϊς, η (Α κάλλαϊς και κάλαϊς) πολύτιμος λίθος γλαυκοπράσινου χρώματος νεοελλ. (ορυκτ.) ορυκτό άμορφο με χρώμα γαλάζιο ή πράσινο, κν. περουζές αρχ. κόκορας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλάινος] … Dictionary of Greek
καλλάινος — η, ο βλ. καλάινος … Dictionary of Greek