-
1 κακό-ξεινος
κακό-ξεινος, ion. = κακόξενος, im comparat. κακοξεινώτερος Od. 20, 376, unglücklicher mit seinen Gästen, schlechtere Gäste habend.
-
2 κακόξενος
II unfriendly to strangers, inhospitable, E.Alc. 558 (v.l. for ἐχθρόξ-), AP7.699, Lyc.1286: [comp] Comp.,Σκυθῶν -ώτεροι Jul.Ep. 89b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόξενος
-
3 κακόξεινος
κακό - ξεινος: having sorry guests, comp., Od. 20.376†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κακόξεινος
-
4 κακόξεινος
κακό-ξεινος, unglücklicher mit seinen Gästen, schlechtere Gäste habend
См. также в других словарях:
ξεινήιον — ξεινήιον, τὸ (Α) (ιων. και επικ. τ.) 1. δώρο που έδινε εκείνος που φιλοξενούσε στον φιλοξενούμενο του όταν έφευγε προς ανάμνηση τής φιλοξενίας («Ἀμφιδάμας δὲ Μόλῳ δῶκε ξεινήιον εἶναι», Ομ. Ιλ.) 2. στον πληθ. τὰ ξεινήια δώρα που αντάλλασσαν οι… … Dictionary of Greek
όλος — και ούλος, η, ο (ΑΜ ὅλος, η, ον, Α ιων. τ. οὖλος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει στο σύνολό του, σύμπας, ολόκληρος, ακέραιος (α. «όλη την ημέρα δούλευα» β. «ὕπαρχος ἄλλων δεῡρ ἔπλευσας, οὐχ ὅλων στρατηγός», Σοφ.) 2. πλήρης, ακέραιος, ατόφιος, («ὅλος … Dictionary of Greek