-
1 κακορρήμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακορρήμων
См. также в других словарях:
κακορρήμων — κακορρήμων, όρρημον (Α) 1. αυτός που λέγει το κακό, που προμηνύει το κακό, δυσοίωνος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κακορρήμων ευτελής ρήτωρ 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόρρημον η κακορρημοσύνη·. επίρρ... κακορρημόνως (Α) με κακορρήμονα τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ορθορρημοσύνη — ὀρθορρημοσύνη, ἡ (Α) ορθότητα έκφρασης στον λόγο, το να μιλεί κανείς ορθά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + ρρημοσύνη (< ρρημονῶ < ρρήμων), πρβλ. κακο ρρημοσύνη] … Dictionary of Greek