-
1 κακοζηλια
ἥ1) неразумное усердие, бесплодные потуги Polyb.2) дурное подражание, отсутствие такта и меры Luc.
См. также в других словарях:
βασκαίνω — ανα, άθηκα, βασκαμένος, ματιάζω, προκαλώ κακό σε κάποιον ατενίζοντάς τον με φθόνο ή ζήλια: Με ζηλεύει τόσο πολύ που με βάσκανε με το κακό του μάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρώγω — και τρώω έφαγα, φαγώθηκα, φαγωμένος 1. μασώ και καταπίνω τροφή: Έφαγε σούπα και φρούτα. 2. γευματίζω, δειπνώ: Κάτσε να φάμε. 3. μου αρέσει κάποιο φαγητό: Δεν τρώει τις μπάμιες. 4. δε νηστεύω, τρώω αρτύσιμα: Ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή τρώ(γ)ει. 5.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)