-
1 κακομετρέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακομετρέω
-
2 κακομέτρητος
κᾰκομέτρ-ητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακομέτρητος
-
3 κακομετρία
κᾰκομετρ-ία, ἡ,A short measure, POxy. 1447.6 (i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακομετρία
-
4 κακόμετρος
κᾰκόμετρ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόμετρος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский