-
1 κακολογέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακολογέω
-
2 κακολογία
κᾰκολογ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακολογία
-
3 κακολογικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακολογικός
-
4 κακολόγος
κᾰκολόγ-ος (parox.), ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακολόγος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский