-
1 κακοδοξέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοδοξέω
-
2 κακοδοξία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοδοξία
-
3 κακόδοξος
κᾰκόδοξ-ος, ον,A in ill repute, oflow reputation, Thgn.195, X.Ages.4.1: [comp] Comp. ; of things, inglorious, (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόδοξος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский