-
1 κακοβουλεύομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοβουλεύομαι
-
2 κακοβουλία
κᾰκοβουλ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοβουλία
-
3 κακόβουλος
κᾰκόβουλ-ος, ον,A ill-advised, foolish, (lyr.); (lyr.), cf. Ar.Eq. 1055 (hex.), Ph.2.280 ([comp] Sup.), D.Chr.31.50, Vett.Val.66.3: [comp] Comp., Sch.Th.1.120.II [voice] Act., giving bad advice, opp. εὔβουλος, Pl.Sis. 391c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόβουλος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский