-
1 κακηγορέω
A speak ill of, abuse, slander, τινα Pl.Smp. 173d, R. 395e, al.; τινὰ πρός τινα (v.l. παρά τινι) Ps.-Phoc.226: abs., ἀπεχόμενος.. τοῦ κακηγορεῖν from evil-speaking, Pl.Lg. 934e, cf. Arist.EN 1129b23, Hyp.Fr. 246:—[voice] Pass., to be abused, Pl.R. 368b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακηγορέω
-
2 κακηγορία
κᾰκηγορ-ία, ἡ,A evil-speaking, abuse, slander, Pi.P.2.53 (pl.), Arist.EN 1131a9, Phld. Ir.p.52 W. (pl.); κ. τινός abuse of one, Pl.Phdr. 243a, 243b; κακηγορίας δίκη action for abusive language, D.21.32, cf. 81;κακηγορίας δικάζεσθαι Lys.10.2
, etc.;ἔνοχος κακηγορίᾳ D.57.30
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακηγορία
-
3 κακηγορίου
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακηγορίου
-
4 κακήγορος
A evil-speaking, abusive, slanderous, Pi.O.1.53; ; κ. τινος abusive of one, Ath.5.220a: [comp] Comp.κακηγορίστερος Pherecr.96
: [comp] Sup.- ίστατος Ecphant.5
. Adv.- ρως Poll.8.81
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακήγορος
-
5 κακαγορ-
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Русский