-
1 καθυπερτερος
ион. κᾰτῠπέρτερος 3более сильный, превосходящий(τῷ πολέμῳ Her.)
πολὺ σφῶν καθυπέρτερα τὰ πράγματα εἶναι Thuc. — (сиракузцы полагали, что) на их стороне большое преимущество;τέν πόλιν ἐν πολέμῳ καθυπερτέραν τῶν ἀντιπάλων ποιεῖν Xen. — помочь государству одержать победу над (его) противниками
См. также в других словарях:
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek