-
1 καθιζανω
(ζᾰ)1) садиться, усаживаться(θῶκόνδε Hom.; εἰς θρόνους Aesch.)
2) (о пчелах, птицах) садиться, опускаться(ἐφ΄ ἅπαντα τὰ βλαστήματα Isocr.; ἐπὴ τῶν δονάκων, ἐπὴ πέτρας Arst.)
См. также в других словарях:
μεθιζάνω — (Α) τοποθετώ κάτι σε άλλο σημείο, μετατοπίζω, μεταθέτω, μεταφυτεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἱζάνω (πρβλ. καθ ιζάνω)] … Dictionary of Greek