-
1 καθαρσιος
21) очищающий, отпускающий прегрешения(Ζεύς Her., Plut.; θεός Arst.)
μολεῖν ποδὴ καθαρσίῳ Soph. — прийти очищающей стопой, т.е. явиться во спасение;2) очистительный(φλόξ, προχύται Eur.; ἱερά Eur., Plut.)
ὅ κ. μήν Plut. — (у римлян) = mensis lustralis, sc. Ζεβςυαςιυσ3) могущий быть искупленным(αἷμα Aesch.)
См. также в других словарях:
Καθάρσιος — cleansing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθάρσιος — ο (AM καθάρσιος, ον) 1. αυτός που καθαρίζει, που λυτρώνει από ενοχή, μίασμα ή κακούργημα, εξαγνιστικός (α. «μολεῑν καθαρσίῳ ποδί», Σοφ. β. «φόνου δὲ τοῡδ ἐγὼ καθάρσιος», Αισχύλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το καθάρσιο(ν) καθαρτικό, φάρμακο που προκαλεί… … Dictionary of Greek
καθάρσιος — κάθαρσις cleansing fem gen sg (epic doric ionic aeolic) καθάρσιος cleansing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρσίως — καθάρσιος cleansing adverbial καθάρσιος cleansing masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθάρσιον — καθάρσιος cleansing masc/fem acc sg καθάρσιος cleansing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρσιώτερα — καθάρσιος cleansing neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καθαρσίοις — Καθάρσιος cleansing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρσίοις — καθάρσιος cleansing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καθαρσίοισι — Καθάρσιος cleansing masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρσίοισι — καθάρσιος cleansing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καθαρσίου — Καθάρσιος cleansing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)