-
1 καθολικως
См. также в других словарях:
καθολικώς — (AM καθολικῶς) επίρρ. βλ. καθολικός … Dictionary of Greek
καθολικῶς — καθολικός general adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθολικός — ή, ό (AM καθολικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο, γενικός (α. «καθολική ψηφοφορία» β. «καθολική και κοινή ιστορία», Πολ.) 2. φρ. (για τις επιστολές τών αποστόλων) «καθολικές επιστολές» οι επιστολές που δεν απευθύνονται προς… … Dictionary of Greek
παννόητος — ον, Α (για τον Θεό) αυτός που νοείται από όλους, ο καθολικώς εννοούμενος, αυτός που ανήκει απολύτως στον νοητό κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + νοητός (< νοῶ), πρβλ. ευ νόητος] … Dictionary of Greek