-
1 κυριος
I3 и 21) имеющий власть, властвующий, господствующийτῶν αὑτοῦ κ. Plat. — находящийся в здравом уме;
θανάτου κ. Plat. — имеющий власть над (жизнью и) смертью2) имеющий право или возможность(ποιεῖν τι Xen., Arst.)
κ. ἦν πράσσων ταῦτα Thuc. — в его власти было действовать так;πριαμένους ἢ πωλοῦντας κυρίους εἶναι Thuc. — иметь право купли и продажи3) узаконенный, законный, установленный(ἐκκλησία Arph.)
; вступивший в законную силу, утвержденный, непреложный(δίκαι Eur.; συνθῆκαι Lys.; νόμος Dem.)
4) установленный, назначенный, определенный(ἡμέρη Her.; ἦμαρ Eur.)
κ. μήν Pind. — месяц разрешения от бремени5) сильный, могущественный(συλλήπτωρ Plat.)
6) главный, основной, важнейший(μέγιστος καὴ κ. Plat.; αἱ κυριώταται φλέβες Arst.; δύο τὰ πάντων ἐστὴ κυριώτατα Plut.)
7) употребляемый в основном или прямом, т.е. не переносном своем значении(ὄνομα Arst.)
8) грам. прилагаемый к одному лишь предмету, т.е. собственный(ὄνομα Plut.). - см. тж. κύριον
II(ῡ) ὅ1) повелитель, владыка(Ζεὺς ὅ πάντων κ. Pind.)
2) господин, хозяин, глава(δωμάτων Aesch.)
3) хранитель, опекун(τῆς θυγατρός τινος Isae.)
4) господь NT. -
2 Κύριος
-
3 κύριος
κύριος ο1) господин (также при имени и фамилии);2) хозяин, владелец;3) супруг, мужЭтим.< дргр. κύρος < инд. keu «вздувать», санскр. sura «крепкий, герой», savira «сильный» -
4 Κύριος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Κύριος
-
5 κύριος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κύριος
-
6 Κύριός
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Κύριός
-
7 κύριός
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κύριός
-
8 κύριος
ὁ κύριος господин; Господь (→ κυριακή > нем. Kirche; кирха; тж. > ст.слав. црькы > церковь) -
9 κύριος
{сущ., 748}Господь, господин, государь, повелитель, хозяин.▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κύριος
-
10 κύριος
{сущ., 748}Господь, господин, государь, повелитель, хозяин.▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κύριος
-
11 κύριος
α, ο [ία, ον] 1. главный, основной; капитальный;κύριο άρθρο — передовая статья;
§ κύριον όνομα — грам, имя собственное;
πρώτον και κύριον — в первую! голову, во-первых, в первую очередь;
2. (ο)1) господин (тж. при имени и фамилии); 2) хозяин, барин; 3) хозяин, владелец; 4) супруг, муж; 5) господь, бог; 6) джентльмен;§ κύρι οίδε — один бог знает, неизвестно;
τό πολύ το κύριε ελέησον το βαριέται κι' ο θεός (или κι' ο παπάς) погов, нельзя без конца повторять одно и то же -
12 κύριος
Господь, господин, государь, повелитель, хозяин; син. (δεσπότης); LXX: (יהוה), (אָדוֹן), (בַּעַל).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κύριος
-
13 κύριος
-
14 κύριος
[кириос] εκ. кардинальный, преимущественныйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κύριος
-
15 κύριος
[кириос] ουσ. а сударь, господинΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κύριος
-
16 Κύριος
[Кириос] ουσ. а ГосподиΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > Κύριος
-
17 κύριος
[кириос] επ кардинальный, преимущественный. -
18 κύριος
[кириос]ουσ α сударь, господин. -
19 Κύριος
[Кириос]ουσ α Господи. -
20 Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απωλέσας
– Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απωλέσας• Кого Бог хочет наказать, того лишает разумаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απωλέσας
См. также в других словарях:
κύριος — having power masc nom sg κύ̱ριος , κύριος having power masc nom sg κύ̱ριος , κύριος having power masc/fem nom sg κύ̱ριος , κῦρος the elder Cyrus neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… … Dictionary of Greek
κύριος — α, ο επίρρ. ίως 1. κυρίαρχος: Ο στρατός είναι κύριος της κατάστασης. 2. ιδιοκτήτης, κάτοχος: Είναι κύριος πολλών οικοπέδων. 3. ουσιώδης, σπουδαιότερος. 4. στη γραμματική, κυριολεχτικός. 5. το αρσ., κύριος ως ουσ., δηλώνει το σύζυγο, τον αξιοπρεπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυρίω — κύριος having power masc nom/voc/acc dual κύριος having power masc gen sg (doric aeolic) κῡρίω , κύριος having power masc/neut nom/voc/acc dual κῡρίω , κύριος having power masc/neut gen sg (doric aeolic) κῡρίω , κύριος having power… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρίως — κύριος having power masc acc pl (doric) κῡρίως , κύριος having power adverbial κῡρίως , κύριος having power masc acc pl (doric) κῡρίως , κύριος having power adverbial κῡρίως , κύριος having power masc/fem acc pl (doric) κῡρίως , κυρίως like… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύριον — κύριος having power masc acc sg κύ̱ριον , κύριος having power masc acc sg κύ̱ριον , κύριος having power neut nom/voc/acc sg κύ̱ριον , κύριος having power masc/fem acc sg κύ̱ριον , κύριος having power neut nom/voc/acc sg κυρέω hit imperf ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρίων — κύριος having power masc gen pl κῡρίων , κύριος having power fem gen pl κῡρίων , κύριος having power masc/neut gen pl κῡρίων , κύριος having power masc/fem/neut gen pl κῡρίων , κῦρος the elder Cyrus neut gen pl (doric) κυρέω hit pres part act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρίοις — κύριος having power masc dat pl κῡρίοις , κύριος having power masc/neut dat pl κῡρίοις , κύριος having power masc/fem/neut dat pl κυρέω hit pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρίοισι — κύριος having power masc dat pl (epic ionic aeolic) κῡρίοισι , κύριος having power masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) κῡρίοισι , κύριος having power masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) κυρέω hit pres part act masc/neut dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρίου — κύριος having power masc gen sg κῡρίου , κύριος having power masc/neut gen sg κῡρίου , κύριος having power masc/fem/neut gen sg κυριόω pres imperat act 2nd sg κυριόω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρίους — κύριος having power masc acc pl κῡρίους , κύριος having power masc acc pl κῡρίους , κύριος having power masc/fem acc pl κυριόω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)