Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κύρβις

См. также в других словарях:

  • κύρβις — κύρβῑς , κύρβεις triangular tablets fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύρβεις — Ξύλινοι πίνακες πάνω στους οποίους ήταν γραμμένοι οι νόμοι του Σόλωνα. Ήταν συνολικά τέσσερις, καθένας από τους οποίους στηριζόταν σε κεντρικό άξονα σχηματίζοντας παραλληλόγραμμο. Έτσι, όποιος ήθελε, διάβαζε τους νόμους, γυρίζοντας απλώς τον… …   Dictionary of Greek

  • Κορύβας — ο (Α Κορύβας, αντος, θηλ. Κορυβαντίς, ίδος) συν. στον πληθ. οι Κορύβαντες δαίμονες, τέκνα τής μητέρας τών θεών Ρέας και ακόλουθοι της, κυρίως ως Ρέας Κυβέλης, οι οποίοι τελούσαν τις τελετές τους σε μανιώδη ενθουσιασμό, με έξαλλες κινήσεις,… …   Dictionary of Greek

  • ՎԱՐՉՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0797 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c, 13c գ. κυβερνητική, κυβέρνησις gubernatio, regimen. Պաշտօն եւ գործ վարչի՝ ուղղիչ. առաջնորդութիւն. իշխանութիւն. ղեկավարութիւն. կառավարութիւն. *Ի ձեռն վարչութեան… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ku̯erp-, also kuerb- —     ku̯erp , also kuerb     English meaning: to turn, wind     Deutsche Übersetzung: ‘sich drehen”     Material: Gk. καρπός “Handwurzel” (Drehpunkt the hand), καρπάλιμος “behende, quick, fast” (formation as εἰδάλιμος; reduction of u̯ through Diss …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»