Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

κύμη

См. также в других словарях:

  • Κύμη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κύμῃ — Κύμη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κύμη — I Ονομασία τριών αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Εύβοιας, στην περιοχή της σημερινής Καρυστίας. Άκμασε κατά την αρχαϊκή περίοδο, αλλά έχασε την αυτονομία της μετά την ήττα της στον πόλεμο με τους Χαλκιδείς. Υπήρξε, κατά την επικρατέστερη εκδοχή,… …   Dictionary of Greek

  • Κύμη — Sp Kimė Ap Κύμη/Kymi L kyš. ir mst. Eubojoje, Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Κυμή — Sp Kùmai Ap Κυμή/Kyme sen. graikų kalba Ap Cumae lotyniškai L sen. gr. kolonija P Italijoje …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Κύμη — η αρχαία και νέα πόλη της Εύβοιας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • КИМА —    • Κύμη,          главнейший город в Эолиде, в Малой Азии, у Кимейского или Елантского залива, от основателей своих, локров с горы Фрикия, получил прозвище Φρικωνίς. Он обладал хорошею гаванью, в которой прозимовал разбитый флот Ксеркса после… …   Реальный словарь классических древностей

  • Κύμηι — Κύμῃ , Κύμη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Кумы — (Κύμη): 1) главнейшая из эолийских колоний в мал. Азии. К. славились своей гаванью, в которой зимовал флот Ксеркса после саламинского поражения. 2) К. в Кампании; основаны, по преданию, еще в XI в. Вскоре разбогатели от морской торговли и… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Γανώσης, Βασίλειος — (Κύμη 1896 – Αθήνα 1974). Γεωπόνος, καθηγητής πανεπιστημίου και συγγραφέας. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, γεωπονία στην Εθνική Σχολή Γεωπονίας του Γκρινιόν (Γαλλία) και ειδικεύτηκε σε θέματα γεωργικής υδραυλικής και οικοδομικής στο… …   Dictionary of Greek

  • Μαντέλου, Ελένη — (Κύμη Εύβοιας 1950 –). Λογοτέχνης και τραγουδίστρια. Σπούδασε ψυχολογία και μουσική. Σταδιοδρόμησε ως τραγουδίστρια συνεργαζόμενη με κορυφαίους Έλληνες συνθέτες, όπως τους Μ. Θεοδωράκη, Σταύρο Ξαρχάκο, Χρήστο Λεοντή κ.ά., ενώ σε συνεργασία με τον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»