Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κύμανσις

См. также в других словарях:

  • κύμανσις — undulation fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύμανσιν — κύμανσις undulation fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύμανση — η (Α κύμανσις, εως) [κυμαίνω] η κίνηση τών κυμάτων, κυματισμός, παλμική δόνηση, ταλάντευση, κυματοειδής κίνηση νεοελλ. μτφ. 1. αυξομείωση, διακύμανση ή αστάθεια 2. αμφιταλάντευση, δισταγμός, διστακτικότητα 3. φυσ. η μεταβολή ενός φυσικού μεγέθους …   Dictionary of Greek

  • ԱԼԷԿՈԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0013 Chronological Sequence: 5c, 6c, 8c, 10c, 12c գ. κύμανσις fluctuatio, κλύδων, χειμών tempestas, aestus Կոծումն ալեօք. ծփումն. տատանումն. եւ Ծուփք. խռովութիւն. յոյզք. փորձանք. արկածք. ... *Նաւապետես, զնաւդ զերծո՛ յալէկոծութենէ:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • κυμάνσεως — κυμάνσεω̆ς , κύμανσις undulation fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»