-
21 Κυθηρια
-
22 Σκανδεια
ἡ Скандия (портовый город на вост. побережье о-ва Κύθηρα) Hom., Thuc. -
23 Κυθήρη
-
24 Κυθήρῃ
-
25 Cythera
Cythēra, ōrum, n. (Κύθηρα), Insel an der Südspitze von Lakonien, südwestl. vom Vorgebirge Malea, berühmt durch die Sage und den Kultus der Aphrodite (Venus), die hier aus dem Schaume des Meeres ans Land stieg, j. Cerigo, Mela 2. § 110. Verg. Aen. 1, 680. – Dav.: A) Cythēriacus, a, um (*Κυθηριακός), zu Cythera gehörig, cytheriacisch, u. poet. = der Venus heilig, aquae, Ov.: nectar, Mart.: myrtus, Ov.: columbae, Poët. b. Sen. – B) Cytherēa, ae, f. (Κυθέρεια), die Cytherische, Beiname der Venus, Ov. u. Hor.: verb. C. Venus, Hor. – u. davon wieder abgel.: a) Cytherēias, adis, Akk. Plur. adas, f. (Κυθερηϊάς), cytherisch = der Venus heilig, columbae, Ov. met. 15, 386. – b) Cytherēis, idis, f. (Κυθερηΐς), die Cytherische, als Beiname der Venus, Ov. met. 4, 288. – c) Cytherēius, a, um (Κυθερήϊος), cytherëisch = der Venus heilig, litora, Ov.: mensis, der April, Ov.: heros, Äneas, Ov.: subst., Cythereïa, ae, f., die Cytherëische, als Beiname der Venus, Ov. -
26 κράτος
κράτος, τό, (1) Stärke, Kraft, bes. Leibesstärke; so vom Adler, von Polyphem. Auch von Sachen, z. B. Feste, Härtigkeit des Eisens. Gewalt, Κύϑηρα ἑλεῖν κατὰ κράτος, mit Gewalt, mit Sturm nehmen; κατὰ κράτος ἡ Ποτίδαια ἐπολιορκεῖτο, mit aller Macht; φεύγειν κ. κρ., wie auch wir sagen 'aus Leibeskräften'; ἐλαύνειν, im Galopp reiten. Τὰ κράτη, Gewalttaten. (2) Gewalt, Herrschaft; τῆς ϑαλάσσης κράτος, Oberbefehl zur See. (3) Obergewalt, Oberhand, Sieg -
27 Κυθέρεια
Grammatical information: f.Meaning: `surname of Aphrodite (Od.); from the island (τὰ) Κύθηρα with shortening of the η (because of the metre, v. Wilamowitz Glaube 1, 95 n. 9, after εὑπατέρεια a. o.)Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Not with Güntert Kalypso 187 f. after antique grammarians to κεύθω. The name of the island was no doubt Pre-Greek.Page in Frisk: 2,43Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Κυθέρεια
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κυθήρα — Κυθήρᾱ , Κυθήρα fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυθήρᾳ — Κυθήρᾱͅ , Κυθήρα fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κύθηρα — from Cythera neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κύθηρα — I Νησί (278 τ. χλμ., 3.354 κάτ.) στη συμβολή του Ιονίου, του Μυρτώου και του Κρητικού πελάγους. Βρίσκεται απέναντι από τον Λακωνικό κόλπο, ΝΔ του ακρωτηρίου Μαλέας. Υπάγεται διοικητικά στη νομαρχία Πειραιώς του νομού Αττικής. Το σύνολο των… … Dictionary of Greek
Κύθηρα — Sp Kityra Ap Κύθηρα/Kythira L Viduržemio j. s. ir mst. joje, Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Κύθηρα — τα το νησί Τσιρίγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κυθήρας — Κυθήρᾱς , Κυθήρα fem acc pl Κυθήρᾱς , Κυθήρα fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βηλαράς, Ιωάννης — (Κύθηρα 1771 – Τσεπέλοβο, Ήπειρος 1823). Ιατροφιλόσοφος, ποιητής και πρωτοπόρος του γλωσσικού ζητήματος. Η οικογένειά του καταγόταν από τα Ιωάννινα, όπου μεγάλωσε και ο ίδιος. Σπούδασε ιατρική στην Ιταλία και ύστερα έζησε στα Ιωάννινα ως γιατρός… … Dictionary of Greek
Λεοντσίνης, Γεώργιος — (Κύθηρα 1941 –). Ιστορικός, πανεπιστημιακός και συγγραφέας. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο πανεπιστήμιο East Anglia της Μεγάλης Βρετανίας, του οποίου αναγορεύτηκε διδάκτορας. Εργάστηκε ως καθηγητής… … Dictionary of Greek
Μαλάνος, Τίμος — (Κύθηρα 1897 – Λοζάνη, Ελβετία 1984). Κριτικός της λογοτεχνίας. Εγκαταστάθηκε το 1908 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με ποιήματα. Γνώρισε τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη και είναι ο πρώτος που έγραψε βιβλίο για τον… … Dictionary of Greek
Τζάννες, Νικήτας — (Κύθηρα 1801 – Πειραιάς 1864). Εθνικός ευεργέτης. Σε πολύ νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη (1815), όπου εργάστηκε για πολλά χρόνια και κατόρθωσε να εξελιχθεί σε έναν από τους σπουδαιότερους μεγαλέμπορους της εκεί ελληνικής κοινότητας. Το… … Dictionary of Greek