-
1 κόσμημα
κόσμημα, τό, das Geschmückte, der Schmuck; τὸ πολέμου Plat. Legg. XII, 956 a; Xen. Cyr. 7, 3, 7; Sp., wie Luc. somn. 10.
-
2 κοσμημα
-
3 κόσμημα
κόσμημαornament: neut nom /voc /acc sg -
4 κόσμημα
κόσμημα, τό, das Geschmückte, der Schmuck -
5 κόσμημα
-
6 κόσμημα
[козмима] ουσ ο украшение, драгоценность. -
7 κόσμημα
el joiell -
8 κόσμημα
A ornament, decoration, esp. in dress, X.Cyr.7.3.7, Luc.Salt.32, etc.;τὰ πολέμου κ. Pl.Lg. 956
b; of adornments buried with the dead, BGU 1024. iv 44 (iv A. D.): metaph., of the virtues, Luc.Im.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόσμημα
-
9 κόσμημα
bijou -
10 κόσμημα
klejnot (m) rzecz. -
11 κόσμημα
1) klenot2) skvost3) šperk -
12 κόσμημα
jewelΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κόσμημα
-
13 προς-κόσμημα
προς-κόσμημα, τό, hinzugefügter Schmuck, Schol. Plat. Rep. IV, 167.
-
14 προ-κόσμημα
προ-κόσμημα, τό, vorn angebrachter Putz, Sp., wie Longin. 43, 3, D. L. prooem., u. Inscr.
-
15 περι-κόσμημα
περι-κόσμημα, τό, der umgebende Schmuck, Sp.
-
16 ἐπι-κόσμημα
ἐπι-κόσμημα τό, Zierrath, Sp.
-
17 κοσμημάτων
κόσμημαornament: neut gen pl -
18 κοσμήμασι
κόσμημαornament: neut dat pl -
19 κοσμήμασιν
κόσμημαornament: neut dat pl -
20 κοσμήματα
κόσμημαornament: neut nom /voc /acc pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κόσμημα — ornament neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόσμημα — Στοιχείο διακόσμησης που χρησιμοποιείται για να προσθέσει κάλλος και κομψότητα, χωρίς να παρουσιάζει ιδιαίτερα πρακτική χρησιμότητα. εθνολογία και λαϊκός πολιτισμός. Το κ. αποτελεί στοιχείο που προστίθεται για να διακοσμήσει τα εργαλεία, τα σκεύη … Dictionary of Greek
κόσμημα — το, ατος 1. αυτό με το οποίο κοσμούμε κάτι, στόλισμα, στολίδι. 2. καύχημα, τιμή, καμάρι: Τα παιδιά της είναι τα κοσμήματά της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιδέραιο — Κόσμημα που περιβάλλει τον λαιμό, κατασκευασμένο από μικρά στοιχεία ενωμένα μεταξύ τους. Το π., γνωστό από την εποχή του λίθου, είχε εκτός από τη διακοσμητική σημασία του και αξία φυλαχτού. Το πρωτόγονο π. κατασκευαζόταν από φυσικά στοιχεία… … Dictionary of Greek
βραχιόλι — Κόσμημα κατασκευασμένο από χρυσό, άργυρο ή άλλη ύλη (πλατίνα, ελεφαντοστό, κεχριμπάρι, μετάξι, ξύλο κ.ά.). Φοριέται συνήθως στο χέρι, επάνω από τον καρπό και κάποτε επάνω από τον αγκώνα ή στον αστράγαλο του ποδιού. Το β. είναι ένα από τα… … Dictionary of Greek
κοσμημάτων — κόσμημα ornament neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμήμασι — κόσμημα ornament neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμήμασιν — κόσμημα ornament neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμήματα — κόσμημα ornament neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμήματι — κόσμημα ornament neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμήματος — κόσμημα ornament neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)