-
1 κορυμβος
ὅ (pl. тж. τὰ κόρυμβα)1) оконечность корабля, край кормы(νηῶν Hom.; Φοινίσσης νεώς Aesch.)
2) вершина(τοῦ οὔρεος Her.; ὄχθου Aesch.)
3) бот. пучок, гроздь, кисть Plut., Anth.4) высокая прическа(εὔσπειροι κόρυμβοι Anth.)
-
2 κόρυμβος
ο1) вершина, верхушка (горы); 2) узел, пучок (о причёске); 3) мор. фигура, скульптура на носу корабля -
3 κορυμβα
-
4 δικορυμβος
-
5 τετρακορυμβος
См. также в других словарях:
κόρυμβος — uppermost point masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… … Dictionary of Greek
κορύμβοις — κόρυμβος uppermost point masc dat pl κόρυμβος uppermost point neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορύμβων — κόρυμβος uppermost point masc gen pl κόρυμβος uppermost point neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορύμβου — κόρυμβος uppermost point masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορύμβους — κόρυμβος uppermost point masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορύμβῳ — κόρυμβος uppermost point masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρυμβα — κόρυμβος uppermost point neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρυμβοι — κόρυμβος uppermost point masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρυμβον — κόρυμβος uppermost point masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταξιανθία — Σύνολο ανθών, που είναι ενωμένα και διατεταγμένα κατά διάφορο τρόπο για κάθε είδος φυτού. Η τ. είναι χαρακτηριστική για καθένα από τα είδη αυτά. Κάθε τ. φέρεται από ένα μίσχο που συνεχίζεται στον κύριο άξονά της, επάνω στον οποίο προσφύονται… … Dictionary of Greek