-
1 κόρηθρον
κόρηθρονbesom: neut nom /voc /acc sg -
2 κόρηθρον
κόρ-ηθρον, τό,A besom, broom, Luc.Philops.35, Artem.5.79.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόρηθρον
-
3 κορήθρω
-
4 κορήθρῳ
-
5 κορέω
Grammatical information: v.Meaning: `sweep out, purify' (υ 149, Com.).Other forms: aor. κορῆσαιCompounds: mostly with ἐκ-, rarely with ἀνα-, παρα-, ἀπο-. As 2. member in: σηκο-κόρος `groom' (ρ 224, Poll.), νεω-κόρος (Att.), Dor. να(ο)-κόρος `warden of a temple' (inscr.) with - κορέω, - ία, - ίη, - εῖον, - ιον (Att., hell.).Derivatives: κόρημα `dirt, broom' (Com.), κόρηθρον `broom' (Luc.), also, as backformation, κόρος `broom' (Bion, H.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: On ζακόρος s. v. - Also κορίζω in κεκορισμένος `purified' ( BGU 1120, 40; Ia). Iterative-intensive deverbative (Schwyzer 719) of everyday language without etymology. Vain suggestions by Hirt IF 17, 391, Prellwitz s. v., WP. 1, 462; s. Bq s. v. and W.-Hofmann s. cōlum. Cf. also κόσκινον.Page in Frisk: 1,919-920Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κορέω
См. также в других словарях:
κόρηθρον — besom neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορήθρῳ — κόρηθρον besom neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρηθρο — το (Α κόρηθρον) [κορέω (ΙΙ)] νεοελλ. 1. δέσμη από φτερά προσαρμοσμένα σε στέλεχος, φτερό ξεσκονίσματος 2. ξεσκονιστήρι 3. εργαλείο που αποτελείται από ράβδο η οποία έχει στο ένα άκρο της κυλινδρική βούρτσα από σκληρές τρίχες και το οποίο… … Dictionary of Greek
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek
κορέω — (I) κορέω (Α) βλ. κορεννύω. (II) κορέω (Α) 1. σαρώνω, σκουπίζω, καθαρίζω («τὴν αὐλὴν κόρει», Συρ.) 2. ερημώνω, σαρώνω έναν τόπο, εξολοθρεύω τους κατοίκους («κατάθου τὸ κόρημα μὴ κκόρει τὴν Ἑλλάδα» άφησε κάτω τη σκούπα μη σαρώνεις την Ελλάδα,… … Dictionary of Greek
κόρημα — το (Α κόρημα, ήματος) [κορέω (ΙΙ)] νεοελλ. φρ. «πλευρικά κορήματα» γεωλ. πετρώδη θραύσματα και γεώδη υλικά που αποτελούν προϊόντα τής μηχανικής αποσάθρωσης απότομων πρανών και κλιτύων αρχ. 1. καθετί που απορρίπτεται με το σάρωμα, απόρριμμα,… … Dictionary of Greek
κόρος — (I) ο (ΑM κόρος) 1. πλησμονή, υπερπλήρωση («κόρον ἔχουσ ἐμῶν κακῶν», Ευρ.) 2. κορεσμός, χορτασμός («πάντων μὲν κόρος ἐστὶ καὶ ὕπνου καὶ φιλότητος», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. το αίσθημα που ακολουθεί την πλήρη ικανοποίηση τών ενστίκτων 2. φρ. «κατά… … Dictionary of Greek
ορόβηθρον — ὀρόβηθρον, τὸ (Α) το φυτό υποκιστίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + επίθημα ηθρον (πρβλ. κόπ ηθρον, κόρηθρον)] … Dictionary of Greek