-
1 κόπρανα
κόπραναexcrements: neut nom /voc /acc pl -
2 κόπρανα
κόπρ-ᾰνα, τά,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόπρανα
-
3 κόπρανα
excrementΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κόπρανα
-
4 κόπρος
Grammatical information: f. (on the gender Schwyzer-Debrunner 34 n. 4)Meaning: `excrement, ordure, dung, filth' (Il.).Compounds: Compp., e. g. κοπρο-λόγος `dung-gatherer' (Ar.), κοπρο-φορά `loaf of dung' (Amorgos IVa; Fraenkel Nom. ag. 2, 187 A. 2 [S. 188]).Derivatives: A. Subst. κόπριον = κόπρος (Heraclit., Hp., inscr., pap.) with κοπριώδης `dung-like, full of dung' (Hp., Thphr., pap.), κοπριακός `belonging to dung' (pap.); κόπρανα pl. `excrements' (Hp., Aret.); κοπρία `dung-heap' (Semon., Stratt., Arist.; Scheller Oxytonierung 44); κοπρών (Ar.), - εών (Tz.), - ιών (Gortyn) `privy'; κοπροσύνη `manuring' (pap. VIp); - Κοπρεύς herald of Eurystheus (Ο 639; Boßhardt Die Nomina auf - ευς 121); Κοπρεαῖος joking PN (Ar.); κοπρίαι pl. `buffoons' (D. C.; Lat. copreae). - B. Adj. Κόπρειος `belonging to the demos Κόπρος' (inscr.), also referring to κόπρος (Ar.), Κόπριος `id.' (Is.); κόπρινος `living in κ.' (Hp.); κοπρώδης `dung-like, dirty' (Hp., Pl., Arist.). - C. verbs. κοπρέω `manure' only fut. ptc. κοπρήσοντες (ρ 299; v. l. κοπρίσσοντες); ( ἐκ-, ἐπι-)κοπρίζω `id.' (ρ 299 v. l., Hp., Thphr.) with κόπρισις, - ισμός `manuring' (Thphr., pap.); κοπρόω `defile with dung' (Arr.) with κόπρωσις `manuring' (Thphr.; ἐκκοπρόω with - ωσις Hp.); κοπρεύω = κοπρίζω (Chios V-IVa), κοπρεῦσαι φυτεῦσαι H.Origin: IE [Indo-European] [544] *ḱokʷr `dung'Etymology: Thematic form of an old r-n-stem, which is preserved in Skt. śákr̥-t, śakn-áḥ `dung'; so IE. *ḱoku̯r-. A primary verb is assumed in Lith. šikù, sìkti `cacare', Pok. 544, W.-Hofmann s. cacō and mūscerda. S. also on σκῶρ. The Lall-word κακκάω is not cognate.Page in Frisk: 1,914-915Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόπρος
См. также в других словарях:
κόπρανα — excrements neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόπρανα — τα (ΑM κόπρανα) τα στερεά άχρηστα προϊόντα τής πέψης που αποβάλλονται διά μέσου τού πρωκτού, τα περιττώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + επίθημα αν ον (πρβλ. έδρ αν ον, κόπ αν ον)] … Dictionary of Greek
κόπρανα — τα τα περιττώματα ανθρώπων και ζώων, οι ακαθαρσίες: Έκανε εξέταση κοπράνων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκκολπώματα — Μη φυσιολογικές κοιλότητες σε σχήμα σάκου, που σχηματίζονται στο τοίχωμα κοίλου σπλάχνου (εντέρου, ουροδόχου κύστης, οισοφάγου). Η αιτία τους, αν και αβέβαιη, πιστεύεται ότι συνδέεται με την πολύ μικρή κατανάλωση ινών. Τα ε. σπανίζουν στις… … Dictionary of Greek
κοπρανώδης — ες 1. αυτός που μοιάζει με κόπρανα ή που περιέχει κόπρανα 2. φρ. «κοπρανώδεις έμετοι» οι έμετοι που επέρχονται κατά τα τελικά στάδια τής εντερικής αποφράξεως και οι οποίοι έχουν οσμή κοπράνων, επειδή αποτελούν αναγωγή κοπρανώδους περιεχομένου.… … Dictionary of Greek
έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… … Dictionary of Greek
ίκτερος — Κίτρινη χροιά του δέρματος, του σκληρού χιτώνα των ματιών και των βλεννογόνων, που οφείλεται σε συσσώρευση χολοχρωστικών στο αίμα (τιμή χολερυθρίνης άνω των 3 mg ανά 100 ml αίματος) και μπορεί να έχει διάφορες διαβαθμίσεις (στις ηπιότερες… … Dictionary of Greek
κοπρόλιθος — Σκληρές κοπρανώδεις ουσίες, που σχηματίζουν πραγματικές πέτρες στα κόπρανα. Στην παλαιοντολογία, κ. χαρακτηρίζεται το απολιθωμένο περίττωμα προϊστορικών ζώων, το οποίο βρίσκεται μέσα σε πετρώματα. Οι κυριότεροι κ. είναι αυτοί των ιχθυόσαυρων και… … Dictionary of Greek
κόπρος — Αρχαίος αττικός δήμος της Ιπποθοωντίδας φυλής. Βρισκόταν στο ομώνυμο νησί, το οποίο ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί ταυτίζουν με το σημερινό Γαϊδουρονήσι, άλλοι με τη Λέρο και άλλοι με κάποιο νησάκι που υπήρχε κοντά στην Ελευσίνα, το οποίο σταδιακά… … Dictionary of Greek
πρωκτός — Το εξωτερικό στόμιο του ορθού, από το οποίο αποβάλλονται τα κόπρανα του ανθρώπου και των περισσότερων ζώων. Ο π. αποτελεί έναν αγωγό με μήκος 1½ 2 εκ. που διαστέλεται. Σχηματίζεται μέσα στο οπίσθιο περίνεο, μπροστά από τον κόκκυγα και, στο βάθος … Dictionary of Greek
ταινία — (taenia solium ταινία η μονήρης). Παράσιτο του γένους των πλατυέλμινθων, της τάξης των κεστωδών, της οποίας αποτελεί τυπικό είδος. Η τ. αυτή συμπληρώνει συνήθως την τελική φάση της ανάπτυξής της παρασιτώντας στο λεπτό έντερο του ανθρώπου, όπου… … Dictionary of Greek