-
1 κονδυλος
ὅ1) сустав(δακτύλου τὸ μὲν καμπτικὸν κ., τὸ δ΄ ἄκαμπτον φάλαγξ Arst.)
2) кулакλόγον ἔχειν τοῦ κονδύλου προχειρότερον Plut. — быть склонным пользоваться больше словом, чем кулаком
3) удар кулаком(κονδύλοις πατάξαι τινά Dem.; δοῦναι κόνδυλόν τινι, κονδύλῳ παίειν τινά и κονδύλῳ καθικέσθαι τινός Plut.)
-
2 κόνδυλος
ο1) сустав (пальца); костяшка (разг); 2) удар кулаком; 3) шишка (от ушиба); 4) бот. почка корневища -
3 ακονδυλος
2ирон. не избитый кулакамиὁ μισθὸς οὐκ ἀ. ἐσόμενος Luc. — мзда, которую предстоит получить в виде кулачных ударов
-
4 δικονδυλος
-
5 μονοκονδυλος
См. также в других словарях:
κόνδυλος — knuckle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… … Dictionary of Greek
κόνδυλος — ο 1. εξόγκωμα του οστού στην άρθρωση, κλείδωση. 2. σαρκώδες διόγκωμα ριζώματος που έχει μικρά φύλλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κονδύλοις — κόνδυλος knuckle masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονδύλοισι — κόνδυλος knuckle masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονδύλου — κόνδυλος knuckle masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονδύλους — κόνδυλος knuckle masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονδύλων — κόνδυλος knuckle masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονδύλῳ — κόνδυλος knuckle masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόνδυλοι — κόνδυλος knuckle masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόνδυλον — κόνδυλος knuckle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)