Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κόλαβρος

См. также в других словарях:

  • κόλαβρος — κόλαβρος, ὁ (AM) μικρός χοίρος, γουρουνάκι αρχ. άσμα που συνόδευε τον χορό τού κολαβρισμού*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο θρακικής ή καρικής προελεύσεως] …   Dictionary of Greek

  • κόλαβρος — a song to which the masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολάβρους — κόλαβρος a song to which the masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολάβρων — κόλαβρος a song to which the masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολάβρῳ — κόλαβρος a song to which the masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλαβρον — κόλαβρος a song to which the masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαβρίζω — (Α) [κόλαβρος] 1. χορεύω τον κολαβρισμό* 2. παθ. κολαβρίζομαι χλευάζομαι, σκώπτομαι, ατιμάζομαι, θεωρούμαι αναξιόλογος …   Dictionary of Greek

  • κολαβρεύομαι — (Α) [κόλαβρος] κολαβρίζω* …   Dictionary of Greek

  • κολάβρωι — κολάβρῳ , κόλαβρος a song to which the masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»