-
41 ὀκτωκαιδέκακις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀκτωκαιδέκακις
-
42 κίσσηρις
-
43 ποσάκις
ποσάκις (on the formation s. Schwyzer I 597f) adv. Pla. et al.; POxy 528, 24; LXX; TestJos 3:1) reference to a number of related points of times, in a question or exclamation how many times? how often? Mt 18:21; 23:37; Lk 13:34; AcPl Ha 8, 10.—S. DELG s.v. πο-and-κις. M-M. -
44 σής
σής (since Pind., Fgm. 209 [OxfT=222 Sch./M.] Διὸς παῖς ὁ χρυσός. κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει ‘gold is the child of Zeus: neither moth nor rust can consume it’; LXX), σητός (so Aristot., HA 5, 32; Menand. et al.; LXX; Philo, Abr. 11.—The class. gen. is σεός s. Kühner-Bl. I 510f), ὁ the moth, whose larvae eat clothing (Menand., Fgm.538, 5 Kö.=540, 5 Kock; Lucian, Ep. Sat. 1, 21 ἱμάτια ὑπὸ σητῶν διαβρωθέντα) Mt 6:19f; Lk 12:33. Being eaten by moths as a symbol of feebleness and destruction 1 Cl 39:5 (Job 4:19); B 6:2 (Is 50:9).—Worms, specific. wood-worms, seem to be meant (cp. Philo, Somn. 1, 77), since the σής is damaging sticks Hs 8, 1, 6f; 8, 4, 5; 8, 6, 4.—DELG. M-M. TW.
См. также в других словарях:
κίς — weevil masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κις — (AM κις, Α λακων. τ. κιν) κατάληξη επιρρημάτων που δηλώνουν συχνότητα. Αρχικά απαντά στον τ. πολλά κις* (που αντιστοιχεί μορφολογικά και σημασιολογικά ακριβώς προς τον αρχ. ινδ. purũ ciό, από τον οποίο επεκτάθηκε και σε άλλα επιρρ. (συχνάκις,… … Dictionary of Greek
κις — Αρχαία πόλη της Μεσοποταμίας. Ήταν χτισμένη 18 χλμ. ΝΑ της Βαβυλώνας. Η Κ. ιδρύθηκε στα τέλη της 4ης ή στις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ., στη θέση πολλών αρχαίων οικισμών. Καταστράφηκε από τον βασιλιά των Σουμερίων Λουγκάλ Ζαγκεσί, ανοικοδομήθηκε … Dictionary of Greek
Κις, Έγκον Έρβιν — (Egon Ervin Κisch, 1885 –1948). Τσέχος στρατιωτικός, συγγραφέας και δημοσιογράφος. Διετέλεσε αξιωματικός του αυστροουγγρικού στρατού στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο (1914 18). Από το 1918 ήταν μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος της Αυστρίας. Καρπός των… … Dictionary of Greek
κιός — κίς weevil masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
γαργάρι — το κοινή ονομασία διαφόρων Εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gorgoglio «γουργουρητό» < λατ. curculio «κις, είδος σκουληκιού και εντόμου» ή gurgulio «οισοφάγος, γαργαρεών*, κις» ή πιθανώς πρόκειται για ηχομιμητικό σχηματισμό] … Dictionary of Greek
συχνάκις — ΝΜΑ επίρρ. πολλές φορές, συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συχνός + επιρρμ. κατάλ. (ά)κις (πρβλ. πυκν (ά)κις)] … Dictionary of Greek
Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
Uncial 058 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 058 Text Gospel of Matthew 18 † Date 4th century Script Greek … Wikipedia
э́фа — ы, ж. Ядовитая змея сем. гадюк, распространенная в пустынях Северной Африки, Юго западной и Южной Азии. [От греч. ’εκις] … Малый академический словарь