-
1 κίνημα
κίνημα, τό, das Bewegte, die Bewegung, Erschütterung; Arist. de mund. 6; Plut. u. a. Sp.; κ. ἀστεῖον neben ἀγαστὸν πάϑος S. Emp. adv. eth. 83; bes. auch von den Bewegungen der mimischen Tänzer, Luc. salt. 62; Aufregung, Aufruhr, Pol. 5, 29 Plut. Fab. 20; – bei den Gramm. die Deklination und Conjugation, E. M.
-
2 κινημα
1) движение Arst., Luc.2) народное движение, возмущение, восстание Polyb., Plat.3) душевное движение, волнение, потрясение(τῆς ψυχῆς Plut.)
4) перемена, смена, превратность(τὰ κινήματα τῆς τύχης Isocr.)
-
3 κίνημα
κίνημα, τό, das Bewegte, die Bewegung, Erschütterung; bes. auch von den Bewegungen der mimischen Tänzer; Aufregung, Aufruhr; bei den Gramm. die Deklination und Konjugation -
4 κίνημα
τό1) движение;εργατικό (επαναστατικό) κίνημα — рабочее (революционное) движение;
2) восстание, бунт, мятеж -
5 κίνημα
κί̱νημα, κίνημαmovement: neut nom /voc /acc sg -
6 κίνημα
[кинима] ουσ. о. движениеΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κίνημα
-
7 κίνημα
-ατος τό N 3 0-0-0-0-2=2 1 Mc 13,44; 4 Mc 1,35movement 4 Mc 1,35; uproar, excitement 1 Mc 13,44 -
8 κίνημα
[кинима] ουσ ο движение. -
9 κίνημα
A movement,οὔθ' ἡ γραμμὴ ἐκ στιγμῶν οὔθ' ἡ κίνησις ἐκ κινημάτων Arist.Ph. 241a4
, cf. 232a9, Mu. 400a8, etc.; of the movements of pantomimic actors, Luc.Salt.62.3 κινήματα τῆς σαρκός impressions of sense, Epicur.Fr. 411;κ. λεῖον Stoic.2.25
;κ. μελῳδητικὸν περὶ τὴν ψυχήν Thphr.Fr.89.1
: abs., kinh/mata impressions, emotions, Epicur. Fr. 131: sg., Epict.Fr.14, S.E.M.11.83, etc.4 Medic., subluxation of a bone, partial dislocation, Hp.Fract.47 (pl.).b τὰ τῶν καιρῶν κ., of periods in disease, Gal.19.184.5 Gramm., inflexion, Hdn. Gr.2.265, al.6 pl., moving things, Max.Tyr.41.2. -
10 κίνημα
движењеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κίνημα
-
11 κίνημα
hareket, devinim -
12 κίνημα
movementΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κίνημα
-
13 παρα-κινημα
παρα-κινημα, τό, das Verrenkte, Verrückte, die Verrenkung, Sp. – Bei den Gramm. das abgeleitete Wort.
-
14 συγ-κίνημα
συγ-κίνημα, τό, das Mitbewegte; auch = Folgdm, Schol. Aesch. Pers. 412.
-
15 δια-κίνημα
δια-κίνημα, τό, ein leichtes Ausweichen der Knochen, Hippocr.
-
16 ἀνα-κίνημα
ἀνα-κίνημα, τό, Bewegung nach oben, Hippocr.
-
17 движение
-я ουδ.1. κίνηση•вращательное движение περιστροφική κίνηση•
ритмическое движение ρυθμική κίνηση•
поступательное движение βαθμιαία κίνηση•
прийти в движение μπαίνω σε κίνηση•
нет материи без -я и движение без материи δεν υπάρχει ύλη χωρίς κίνηση και κίνηση χωρίς ύλη•
вечное движение η αέναη κίνηση της ύλης•
равномерное движение ομοιόμορφη κίνηση•
колебательное движение παλμική κίνηση•
резкое движение απότομη κίνηση.
|| κυκλοφορία•движение поездов η κίνηση των τραίνων•
трамвайное движение κίνηση των τραμ•
правила уличного -я οδικός κώδικας κυκλοφορίας•
товарное движение η κυκλοφορία εμπορευμάτων•
железнодорожное движение σιδηροδρομική κίνηση•
естественные -я сердца φυσιολογικές κινήσεις της καρδιάς.
2. κίνημα•революционное движение επαναστατικό κίνημα•
движение сторонников мира το κίνημα των οπαδών της ειρήνης•
национально-освободительное движение εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα•
забастовочное движение απεργιακό κίνημα•
движение сопротивления το κίνημα της αντίστασης•
аграрное движение αγροτικό κίνημα•
рабочее движение εργατικό κίνημα.
3. αύξηση, προσαύξηση•движение народонаселения η αύξηση του πληθυσμού.
-
18 движение
движени||ес1. τό κίνημα, ἡ κίνηση[-ις]:вращательное \движение ἡ περιστροφική κίνηση· поступательное \движение ἡ ἀνέλιξη, ἡ ἐξελικτική πορεία· приводить в \движение θέτω είς κίνησιν, βάζω σέ κίνηση· приходить в \движение μπαίνω σέ κίνηση, τίθεμαι είς κίνησιν вольные \движениея спорт. οἱ ἐλεύθερες ἀσκήσεις·2. (общественное) τό κίνημα, ἡ κίνηση [-ις]:революционное \движение τό ἐπαναστατικό κίνημα· рабочее \движение τό ἐργατικό κίνημα· национально-освободительное \движение τό ἐθνικοαπελευθερωτικό κίνημα· всемирное \движение сторонников мира τό παγκόσμιο κίνημα τῶν ὁπαδών τής είρήνης· \движение сопротивления τό κίνημα τής ἀντίστασης·3. (транспорта и т. п.) ἡ κυκλοφορία, ἡ κίνηση [-ις]:автомобильное \движение ἡ κυκλοφορία τῶν αὐτοκινήτων у́личное \движение ἡ κυκλοφορία, ἡ τροχαία κίνηση· правила уличного \движениея οἱ διατάξεις τής τροχαίας· железнодорожное \движение ἡ κίνηση τῶν σιδηροδρόμων \движение судов ἡ κυκλοφορία σκαφών. -
19 движение
движение с 1) η κίνηση 2) (общественное ) το κίνημα всемирное \движение сторонников мира το παγκόσμιο κίνημα των οπαδών της ειρήνης \движение за мир το κίνημα για την ειρήνη 3) (транспорта) η κυκλοφορία, η κίνηση одностороннее \движение ο μονόδρομος железнодорожное \движение η κυκλοφορία τρένων 4) (ход ) η πορεία* * *с1) η κίνηση2) ( общественное) το κίνημαвсеми́рное движе́ние сторо́нников ми́ра — το παγκόσμιο κίνημα των οπαδών της ειρήνης
движе́ние за мир — το κίνημα για την ειρήνη
3) ( транспорта) η κυκλοφορία, η κίνησηодносторо́ннее движе́ние — ο μονόδρομος
железнодоро́жное движе́ние — η κυκλοφορία τρένων
4) ( ход) η πορεία -
20 κινήματ'
κῑνήματα, κίνημαmovement: neut nom /voc /acc plκῑνήματι, κίνημαmovement: neut dat sgκῑνήματε, κίνημαmovement: neut nom /voc /acc dual
См. также в других словарях:
κίνημα — τὸ (ΑΜ κίνημα, Μ και κίνημαν) [κινώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κινώ, η κίνηση 2. σκίρτημα, ερεθισμός, διέγερση (α. «σαν τα κινήματα τής φαντασίας που ζωγραφίζουνε την ευτυχία», Σολωμ. β. «τὰ μὲν γὰρ τοῡ νοὸς κινήματα»., Σαθ. γ.… … Dictionary of Greek
κίνημα — το, ατος 1. κίνηση: Έδωσε το σύνθημα με ένα κίνημα του χεριού του. 2. στάση, ανατρεπτικό κίνημα: Κατέπνιξε το κίνημα στο αίμα. 3. ενέργεια αποφασιστική: Ήταν κίνημα απελπισίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κίνημα — κί̱νημα , κίνημα movement neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδικό Κίνημα — Κίνημα για τη μεταρρύθμιση της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (14ος 15ος αι.). Εκδηλώθηκε στους ανώτερους κύκλους της Καθολικής Εκκλησίας και ανάμεσα στους δυτικοευρωπαίους φεουδάρχες. Υποστήριζε την κυριαρχία των Οικουμενικών Συνόδων επί του… … Dictionary of Greek
Ναυτικού, Κίνημα — Απόπειρα εξέγερσης του Πολεμικού Ναυτικού κατά της δικτατορίας, που πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 1973. Επρόκειτο για μια απόπειρα, της οποίας οι συνωμοτικές κινήσεις δεν χαρακτηρίζονταν από ιδιαίτερη μυστικότητα, ενώ σαφής ήταν και έλλειψη… … Dictionary of Greek
Φενιάν κίνημα — (Fenians). Μυστική Ιρλανδική επαναστατική εταιρεία, που ιδρύθηκε στις ΗΠΑ από τον Ο’Μαχόνι το 1858. Ήταν παράρτημα της Δημοκρατικής Ιρλανδικής Αδελφότητας και είχε ως σκοπό της την καταπολέμηση με τη βία της βρετανικής κυριαρχίας. Ονομάστηκε έτσι … Dictionary of Greek
Δημοκρατικό Κοινωνικό Κίνημα — (ΔΗΚΚΙ). Πολιτικό κόμμα που ιδρύθηκε το 1995 από τον Δημήτρη Τσοβόλα (παλαιό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ). Κατά τις εθνικές εκλογές του 1996 ανέδειξε 9 βουλευτές, ενώ κατά τις εκλογές του 2000 έμεινε εκτός βουλής … Dictionary of Greek
ισλαμικό κίνημα — Γενικός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγραφεί η αφύπνιση του Ισλάμ ως πολιτικο θρησκευτικής ιδεολογίας που εκφράζεται είτε ως επιδίωξη εγκαθίδρυσης της ισλαμικής εξουσίας στις χώρες του Ισλάμ είτε ως πλήρης επιστροφή στις απαρχές της… … Dictionary of Greek
Movimiento por la Socialdemocracia — Κίνημα Σοσιαλδημοκρατών Movimiento de los Socialdemócratas Presidente Yannakis Omirou Fundación 1970 Ideología política Socialismo democrático, Socialdemocracia … Wikipedia Español
παναμερικανισμός — Κίνημα που κατάγεται από το σχέδιο του Σιμόν Μπολιβάρ για μια αδελφική ένωση των νέων αμερικανικών Δημοκρατιών. Για την πραγματοποίηση του σκοπού αυτού ο Λιμπερταδόρ (Απελευθερωτής) συγκάλεσε στον Παναμά το 1826, μια ειδική διάσκεψη, που δεν είχε … Dictionary of Greek
Κολλυβάδες — Κίνημα μοναχών που αναπτύχθηκε στο Άγιον Όρος κατά τον 18o και τον 19o αι., τα μέλη του οποίου, παραμένοντας πιστά στην αρχαία εκκλησιαστική παράδοση, αντιδρούσαν στη συνήθεια να τελούνται μνημόσυνα και να προσφέρονται κόλλυβα την ημέρα της… … Dictionary of Greek