Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κήδευμα

См. также в других словарях:

  • κήδευμα — κήδευμα, εύματος, τὸ (Α) [κηδεύω] 1. συγγένεια εξ αγχιστείας, εξ επιγαμίας («τόν δ ἐναντίως πεφυκότα ἐπὶ τἀναντία χρὴ κηδεύματα πορεύεσθαι», Πλάτ.) 2. (ποιητ.) κηδεστής* («ἄναξ, ἐμὸν κήδευμα, παῑ Μενοικέως», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • κήδευμα — connexion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήδευμ' — κήδευμα , κήδευμα connexion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδευμάτων — κήδευμα connexion neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδεύμασι — κήδευμα connexion neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδεύματα — κήδευμα connexion neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδεύματος — κήδευμα connexion neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»