-
1 κεχρηκα
-
2 κιχρημι
(fut. χρήσω, aor. ἔχρησα, pf. κέχρηκα; med.: praes. κίχραμαι, impf. ἐκιχράμην, aor. ἐχρησάμην с ᾰ) одалживать, давать в долг(τινί τι Her., Arph., Plat., Dem., Plut.)
; med. просить или брать в долг(τι παρά τινος Plut. и τί τινι Luc.)
См. также в других словарях:
κέχρηκα — χράω 2 proclaim perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)