Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κέρκισις

См. также в других словарях:

  • κέρκισις — κέρκισις, ἡ (Α) [κερκίζω] το να υφαίνει κανείς με κερκίδα («οἷον σπάθησις καὶ κέρκισις», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • κέρκισις — plying the fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρκισιν — κέρκισις plying the fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερκίσι — κερκίσῑ , κέρκισις plying the fem dat sg (epic doric ionic aeolic) κερκίς weaver s shuttle fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»